Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Αλλά συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, — και εδώ η φωνή του προσέλαβε τον τόνον πραγματικής οικειότητος — συγγνώμην διά το ανευλαβές αυτό γέλοιο μου. Το γεγονός είναι, ότι εφαίνεσθε ολίγον σαν σαστισμένος!
Κι ό,τι σου πή ο Κυρ Νίκος που είν' ο καημένος κι αυτός σαστισμένος. . . Από νοικοκυριό πια άλλο τίποτα, Βεργινίτσα μου. Την έχω στρωμένη. Αμ τα ξέρεις δα κ' εσύ!. . . Περαστικά Κυρ Νίκο ! αυτά έχ' η παντρειά. Μικρός-μικρός μπήκες στα βάσανα, έ-ε-έχ! Όποιος τρώει τα καρύδια σπάνει και τα τσέφλια, Κυρ Νίκο μου-ού . . . Και βγήκεν έξω, σκασμένη στα γέλοια για ταστείο της.
— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.
Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο. Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου. Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του· — Θα μου δώσης το Ξενιώ! Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει.
Τότες εκεί ο Μηριόνης τράβηξε πίσω στη στιγμή του δοξαριού την κόρδα — 870 μα τη σαΐτα του έτοιμη την είχε για να ρήξει — κι' εκεί ψηλά στα σύγνεφα σαν είδε την τρυγόνα 874 πούφερνε κύκλους, τη βαράει στη μέση ενώ πετούσε 875 με τις φτερούγες ανοιχτές. Και γλήγορα η ψυχή της 880 της ήβγε μέσα απ' το κορμί, Κι' έπεσε πέρα αλάργα. Κι' όλος τριγύρω εκεί ο στρατός θωρούσε σαστισμένος.
Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό.
Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.
— Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!... έκανε σαστισμένος ο Συμεών. — Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.
— Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος. — Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα; Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε. — Καλά, έρχουμαι, του λέει.
Περισσότερον από τον Μανώλην σαστισμένος ήτο ο σκύλος του, όστις τον ηκολούθει από κοντά, με την ουράν εις τα σκέλη, περιδεής προσβλέπον τους σκύλους του χωριού, οίτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, όχι διά να χαιρετίσουν, αλλά διά να επιτεθούν κατά του αυθάδους ξένου, όστις εισήλθεν εις το κράτος των, χωρίς να ζητήση την άδειάν των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν