United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν ευχαρίστησιν.

« τζάνουμ, Κύριε Ντιοικητή χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταγή, να βγάνη ημάς όξου. » ΑΝΑΤ. Τι έγραψες; ΛΟΓ. Όξου. ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτζι γράφουνε αναφορά όχι τροπάρι έγραψες εσύέι σώτηκε πγια. ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψωεσύ γράψε όνομά μου. ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;

Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον; Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι! Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει, και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω. Είναι τα χείλη σου ζεστά! ΦΥΛΑΞ, έξωθεν. Οδήγει μας. Πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.

Με βλέπει δυο φορές την ημέρα, το μεσημέρι και το βράδι, κι ύστερα γραφείο και γραφείο. Συνήθισε και αυτός μ' αυτή τη βρωμοζωή. Σημείωσε, ότι έχω να τον φιλήσω τόρα εδώ και μια εβδομάδα. Και αυτή λέγεται ζωή ν ε ο ν ύ μ φ ω ν. Μα πώς κοιτάζει αυτός ο κόσμος εδώ πέρα, θεέ μου!... Δε ξανάειδαν γυναίκα στη ζωή τους; Μόρχεται να κοκκινήσω.

Τώρα χορτάρια στης πόρτας μου το σκαλοπάτι θα φυτρώσουν και η αράχνες τον ίσιο τους θε ν' απλώσουν 'πάνω απ' του κρεββατιού σου τ' αγγοννάρια, όπου ξαπλωμένο σαν βρισκόταν το κορμί σου το μελοδρωμένο, ερχόμουνα να σου φιλήσω μάγουλο. . . Ωιμένα! δόστε μου στάχτη στ' ασπρισμένα μαλλιά μου να σκορπίσω! Αχ! η κακομοίρα 'γώ!

ΝΙΚΟΣΌχι, καθόλου. Γύρισε . . . ΔΩΡΑΜε το καλό όμως. Φίλησέ με. Αύριο πάλι. ΝΙΚΟΣΓιατί να σε φιλήσω; Μπορεί να μας ιδή κανένας... ΔΩΡΑΝίκο.. είσαι κακός. Τι θέλεις απομένα; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. ΝΙΚΟΣΝάρθης μαζή μου. Να! Δεν θα πάμε μακρυά. Θα πάμε να καθίσωμε εκεί αποπίσω, μέσα στα πυκνά τα δέντρα. Είνε ένας πάγκος εκεί και κανένας δεν περνάει αυτή την ώρα.

Είσαι τρελλός και ό,τι σου κατέβει λες. Όμως είσαι ωραίος και να σε φιλήσω μώρχεται. Σαν ρόδο, με τα δάχτυλα να ξεφυλλίσω θέλω τη σάρκα σου. . . Ο Εκατόνταρχος! Οι ανωτέρωΕκατόνταρχοςΣτρατιώται ΕΥΝΙΚΗ. Ανθρώπου μάτι να με ιδή απαγορεύω. . . Πρίσκιλλα την καλύπτρα μου. Είνε πράσινη διάφανη με χρυσά κεντήδια. Η Ευνίκη σκεπάζει με αυτήν το κεφάλι και το πρόσωπό της. Κάνει να φύγη.

Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το &Κωσταντινάτο& σου! Πού είναι το &Κωσταντινάτο& σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλτο. Όχι, φίλησέ το πρώτα. Δος μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάννα! Πού να είναι η μάννα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρη το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά!

Η Αϊμά δεν απήντησεν. — Ήλθα να σ' αποχαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν, κόρη μου. Έλα να σε φιλήσω. Και ορθωθείσα έσυρε την κόρην προς εαυτήν και ενετύπωσεν επί των χειλέων της ένθερμον φίλημα. Η Αϊμά συνέλαβεν ιδέαν τινά. — Μήπως είνε η μήτηρ μου; είπε καθ' εαυτήν. Και νέα δάκρυα, ανέβλυσαν εκ των οφθαλμών της. Ήθελε, να την ερωτήση και δεν ετόλμα.

Κανένας δεν εγνώριζε πως τούτα είχα κρυμμένα και τα κρατούσα μυστικά• χαίρε! θα σε φιλήσω όμοια με τη μητέρα σου. Άρχισε από τώρα να τη γυρεύης• αν καμμιά απ' τους Δελφούς παρθένα εις το ναό σε άφησε, ή αν απ' την Ελλάδα. Ετούτα έχεις από με μαζύ κι' από το Φοίβο, που μέρος έλαβε κι' αυτός στην τύχη τη δική σου. ΣΚΗΝΗ ς'. ΙΩΝ. — ΚΡΕΟΥΣΑ εις τον βωμόν. — ΧΟΡΟΣ. ΙΩΝ Αλλοίμονο! αλλοίμονο!