United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μονάχα σαν αποτέλειωναν όλ' αυτά, είταν πια η αρχόντισσα έτοιμη να βγη και να φέξη στον κόσμο. Έβγαινε με το χρυσοκάμωτό της αμάξι, και σε ολόασπρο άλογο καβαλλικεμένη, άλλοι δούλοι τρέχοντας απ' ομπρός για ν' ανοίξουν το δρόμο, οι πιώτεροι πάλε ακολουθώντας πίσωθε μαζί με τους ευνούχους και τους άλλους παρατρεχάμενους της αρχόντισσας.

Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα . Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα.

Άμα είδαν το στρατηγό τους πεσμένο, τους πιάνει τους Πέρσους φοβερός πανικός. Τέλος δεν είχε η σφαγή Έπεσαν ως πέντε χιλιάδες σε κείνο το μέρος μονάχα. Είταν τώρα όλος ο στρατός στο ποδάρι, κ' έτρεχαν, οι Πέρσοι ομπρός, οι άλλοι πίσωθέ τους. Αφίνανε σημαίες, έρριχταν ασπίδες και δρόμο οι Πέρσοι. Δεν τους ακολούθησε όμως ο Βελισάριος και πολύ, παρά γύρισε στη Δάρα.

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.

Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το &Κωσταντινάτο& σου! Πού είναι το &Κωσταντινάτο& σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλτο. Όχι, φίλησέ το πρώτα. Δος μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάννα! Πού να είναι η μάννα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρη το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά!

Δε μπορούσε πια να μένη στα εχτρικά της παλάτια, να βλέπη και νακούγη αβανιές και βρισίδια. Σηκώθηκε κ' έφυγε μια για πάντα από τη Ρώμη. Πέτρα λες κέρριξε πίσωθέ του. Πέτρα όμως έστησε κι ομπρός του, την πελώρια την πέτρα της Νέας Πρωτεύουσας. Καθώς πολλώνε μεγάλων οι μητέρες, έτσι κ' η Ελένη φαίνεται σα να τον είχε χαραγμένο, σα να τον έδειχνε κιόλας τον περίδοξο δρόμο του γιου της.

Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με στα μάτια του άγρια χαρά. Τρομερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ' αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μοναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Είμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας.