Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερα — σκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.
με την κοιλάδα εμέ η ζωή και την πλαγιά αδερφή δε φτάνει μήτε ως όνειρο το ψήλος σου να γγίση· ω ας ήταν τη γαλήνη της μονάχα μια κορφή και στο δικό της δειλινό ροδόχρωμη να χύση Σιγά η πηγή στη λαγκαδιά κυλά μες στα χαλίκια, σιγά κι αργά τα ισκιώματα γλιστρούν του δειλινού στα θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τα κατσίκια στο βράχο τον ορθόψηλο του απόγκρεμνου βουνού.
Και κοίτα αν είναι σπασμένο κανένα από τα δέντρα σου, αν είναι κομμένο κανένα οπωρικό, αν έχη πατηθή καμιά ρίζα λουλουδιού, αν έχη θολώσει καμιά πηγή. Και χαίρου πως μονάχα εσύ από τους ανθρώπους είδες στα γεράματά σου εμένα. Αφού είπεν αυτά, πέταξε σαν αηδονάκι στις σμερτιές και, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, ανέβαινε στην κορφή μέσ' από τα φύλλα.
Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτό χάνι του Τρίκκα. Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτούς χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού. — Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης. Κι' αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.
Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους.
Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!
Τα διεσπασμένα σύννεφα εκρέμαντο εις φανταστικά σχήματα και ανάμεσα εις τα δασόφυτα όρη, και επάνω από το σπεύδον του Ροδανού ρεύμα· εκρέμαντο σχηματισμένα εις Μορφάς ομοίας με τα θαλάσσια ζώα του πρωτογενούς κόσμου, όμοια με τον πτερυγίζοντα αετόν του αέρος με τους πηδώντας του έλους βατράχους· κατέβαινον επάνω εις τον ορμητικόν χείμαρρον, εταξείδευαν επάνω εις αυτόν και μόλα ταύτα έπλεον εις τον αέρα.
Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζα — μουλάρια κι' αλόγα — κι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.
Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;
Ήλπιζαν ακόμη, γιατί στην καρδιά του ανθρώπου η ελπίδα ζη με το τίποτε. Ο Τριστάνος ανέβηκε μονάχος σε μια βάρκα και τράβηξε κατά το νησί του Αγίου Σαμψών. Ο Μόρχολτ είχε υψώσει στο κατάρτι του ένα πανί από πλούσια πορφύρα. Πρώτος έφτασε στο νησί. Έδενε τη βάρκα στην παραλία, όταν ο Τριστάνος πηδώντας κι' αυτός στη στεριά έσπρωξε με το πόδι τη δική του κατά τη θάλασσα, μέσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν