United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!

Ο Μόχογλους άγγιξε τη μπιστόλα και τούπε: — Δε θες; Καλλίτερος είσαι συ, γκιαούρη, από 'μένα πούμαι Τούρκος; — Όι, αγά. — Αι, να πης και γλίγωρα τση μπιστόλας, γιατί ανημένει. Και την ίδια στιγμή τράβηξε τη μπιστόλα. — Ό,τι θες, αγά. Ό,τι ορίζεις. Δικός σου είμαι. Χωρίς να βάλη στη μέση τον τη μπιστόλα, ο Μόχογλους τούπε: — Έβγα σαυτονέ τον τράφο, μωρέ!

Κι αφού άγγιξε και τα δυο παιδιά με μια σαΐτα, τα πρόσταξε να βόσκουνε στο εξής ο ένας τα γίδια κ' η άλλη τα πρόβατα. Όταν είδαν το όνειρο αυτό, πικραίνονταν πως θα γίνουν κ' εκείνα τσοπάνηδες, ενώ τα σπάργανά τους μηνούσαν καλλίτερη τύχη, για τούτο και τάθρεφαν με πιο διαλεχτές θροφές και τα μάθαιναν γράμματα κι' όλα τα καλά που ήτανε στην εξοχή.

Κ' εκεί που έλεγεν αυτά, τζίτζικας φεύγοντας χελιδόνι, που ήθελε να τον πιάση, έπεσε μες στον κόρφο της Χλόης· το χελιδόνι πετώντας το κατόπι του δεν μπόρεσε να τον πιάση, μα με τις φτερούγες του άγγιξε τα μάγουλά της, επειδή κυνηγώντας το τζίτζικα επέρασε πολύ κοντά της. Κ' η Χλόη μην ηξέροντας τι συνέβηκε, αφού φώναξε δυνατά, πετάχτηκε από τον ύπνο.

Και νιες εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θα σου δώσει 270 Λέσβισσες, που σαν κούρσεψες την πλούσια Λέσβο ατός σου, τις πήρε αφτός, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη· αφτές σου δίνει, και μαζί τη νια που πριν σου πήρε, τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θα σ' ορκιστεί μεγάλο ποτές πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, 275 π' άντρες γυναίκες, αργηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. Αφτά όλα θα σ' τα δώσει εφτύς.

Τότε ο αρχιμάγειρος ετοίμασε τα ψάρια και τα έβαλεν εις το τηγάνι, και όταν εψήθησαν από το ένα μέρος, τα εγύρισε και από το άλλο παρόντος του βασιλέως και του βεζύρη και αιφνιδίως άνοιξεν ο τοίχος του βασιλικού ταμείου, και εβγήκεν ένας αράπης μεγαλόσωμος και γιγαντιαίος, αντί της ωραιοτάτης γυναικός, όπου πρωτύτερα εφάνη εις το μαγειρείον· αυτός ο αράπης ήτον ενδεδυμένος παρόμοια ως ένας σκλάβος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα ραβδί πράσινον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι, άγγιξε τα ψάρια με το ραβδί, και είπε τα ίδια λόγια, που είχεν ειπή πρωτύτερα και εκείνη η γυναίκα· και τα ψάρια πάλιν σηκώνοντάς τα κεφάλια τους απεκρίθησαν τα ίδια λόγια ως άνωθεν και μόλις τα ψάρια ετελείωσαν τα λόγια τους, ο αράπης αναποδογύρισε το τηγάνι, και έρριξε τα ψάρια εις την μέσην του θαλάμου, και έγιναν μαύρα ως τα κάρβουνα.

Από κει άγγιξε στη Ζάκυνθο και πήρε νερό, και τέλος φτάνει στη Σικελία. Τη Σικελία την είχαν τότες οι Γότθοι, και τους αποδεχτήκανε φιλικά τους δικούς μας. Τους πληροφορήσανε μάλιστα και πως δεν τους πρόσμεναν οι Βαντάλοι.

Έτσι είπε, κι' όλων την καρδιά την άγγιξε στα στήθια, όσοι απ' το πλήθος της βουλής δεν τ' άκουσαν τα λόγια. Κι' η συντυχιά κουνήθηκε σαν κύματα μεγάλα μες στο Νικάριο πέλαγος, όταν ξεσπάει σιρόκος 145 ή όταν νοτιά απ' τα σύγνεφα του Δία και το δέρνει. Κι' όπως πλακώνει απόσπερος και το βαθύ χωράφι φυσσομανώντας το κουνά και σκύβουνε τ' αστάχια, έτσι άκρη ως άκρη σάλεψε ολόκληρο το πλήθος.

Μα τότες ο αστραπεφτής της είπε γιος του Κρόνου «Ήρα, για κει είναι κι' έπειτα καιρός να μου μισέψεις, Μον έλα εμείς τον έρωτα μια στάλα να χαρούμε, τι ως τώρα πόθος γυναικός ή και θεάς ποτές μου 315 στα στήθια δε μου χύθηκε, δε μ' άγγιξε τα σπλάχνα, όσο σε θέλω και γλυκιά τώρα με φλέγει αγάπη328

Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.