Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, εχθρών έμπασμα.
Κι αφού άγγιξε και τα δυο παιδιά με μια σαΐτα, τα πρόσταξε να βόσκουνε στο εξής ο ένας τα γίδια κ' η άλλη τα πρόβατα. Όταν είδαν το όνειρο αυτό, πικραίνονταν πως θα γίνουν κ' εκείνα τσοπάνηδες, ενώ τα σπάργανά τους μηνούσαν καλλίτερη τύχη, για τούτο και τάθρεφαν με πιο διαλεχτές θροφές και τα μάθαιναν γράμματα κι' όλα τα καλά που ήτανε στην εξοχή.
Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.
Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό.
Όλα σε τάξι τάβαλεν ο Φοίβος με σοφία: εγέννησες ανώδυνα κανείς να μη σε νοιώση• μετά τη γέννα έβαλες στα σπάργανα το γυιό σου κ' εκείνος στέλνει τον Ερμή εδώθε να τον φέρη, και μόνος του τον έθρεψε μην τύχη και πεθάνη. Και τώρα κράτησε σιγή• μην πης πως εγεννήθη τούτο το τέκνο από σε και άφησε τον Ξούθο να παίρνη ευχαρίστησι μ' εκείνο που νομίζει.
ΙΩΝ Για πες μου, να το κάμης τί; τελείωσε το λόγο. ΠΥΘΙΑ Να σώσω το εύρημα αυτό έως την ώρα τούτη. ΙΩΝ Κ' έχει για με ωφέλεια, ή μήπως έχει βλάβη; ΠΥΘΙΑ Βρίσκοντ' εδώ τα σπάργανα που ήσουν τυλιγμένος. ΙΩΝ Σημάδια της μητέρας μου, μου φέρνεις να ζητήσω; ΠΥΘΙΑ Τώρα το θέλησε ο θεός• δεν τόθελε πειο πρώτα. ΙΩΝ Τι ευτυχισμένα όνειρα μου φέρνει η μέρα τούτη!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ήσουν βοσκός και με μισθόν; Έτσι δεν είναι; ΑΓΓΕΛΟΣ Ιδού όμως όπου σ’ έσωσα κι εσένα τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς μ’ ευρήκες; Σε κακά περιπλεγμένον; ΑΓΓΕΛΟΣ Τα τρυπημένα πόδια σου το μαρτυρούνε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Τι μου ιστορείς παλιά δεινά μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Τα σχοινοπερασμένα σού έλυσα πόδια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω! Τι ντροπή απ’ τα σπάργανα ακόμη επήρα! ΑΓΓΕΛΟΣ Αυτή σου η τύχη σού ’δωκε τ’ όνομα που ’χεις.
Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτοντας κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα. Κ' επειδή ενόμισε σαν κάτι θεοτικό το ηύρεμα κ' έπαιρνε παράδειγμα από την προβατίνα να λυπηθή το παιδί και να τ' αγαπάη, παίρνη το μωρό στην αγκαλιά του, ρίχνει τα σημάδια στο ταγάρι του και παρακαλεί τις Νύμφες καλότυχη να αναθρέψη την ικέτιδά τους.
Ο Κοραής αγαπούσε να βάζη, το ένα με τάλλο συστήματα αντίθετα — αφτή είταν η χαρά του και πολύ του άρεζε να μην έχη σύστημα. Ποιητής δεν είταν, και για τούτο, όσο έζησε, δεν άφησε την εθνική μας, τη δημοτική μας φιλολογία να μεγαλώση· ίσως το νόμισε χρέος του να την πνίξη στα σπάργανά της. Είχε πάντα προαίρεση καλή. Από τότες χάλασε η αρχαία μας η γλώσσα κ' η νέα μας η δημοτική.
Ο πόλεμος του κόσμου ας μου φωνάζη «ξύπνα και τρέχα όπου πλούτος κι' όπου λιμός πολύς, εις εορτάς γελώτων και εις δακρύων δείπνα με κλάδον κυπαρίσσου, με κλήμα σταφυλής.» Όταν σε ρυτιδώση του γήρατος το νέφος, όταν δεν θα χωνεύης ευκόλως τα καρότα, θα λαχταράς να είσαι μιας ημέρας βρέφος και να θρηνής ακόμη 'στά σπάργανα τα πρώτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν