United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστεκαι την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.

Ο βοσκός Θύρσις είναι αυθαδέστατος και η βοσκοπούλα Φιλίς είναι αναιδεστάτη να λέη τέτοια πράγματα μπροστά στον πατέρα της. Αι! . . . πού είναι θα λόγια που έλεγες; Μόνο νότες είναι γραμμένες εδώ. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Τι! Δεν ξαίρετε πως τώρα τελευταία, κύριε, βρέθηκε τρόπος να γράφωνται μόνο νότες και να υπονοούνται τα λόγια; ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά. Δούλος σας, κύριε και . . . au revoir.

Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάειτα βουνά κ' η Μάρω πάειτους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .

Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηριασμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του, και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του, και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν.

Αι βλαχοπούλαι με την μακράν αγκλίτσαν εις χείρας, εντός των εκ λύγου μανδριών, απώθουν ανά μίαν αμνάδα εις την ποριάν, όπου ο βοσκός παραφυλάττων την συνελάμβανε και την ήμελγεν.

Να μην το κατεβάσετε! εφώνησεν εμφαντικώτερον ο βοσκός. — Και γιατί; εσύ θα μας προστάξης; Να μην ωνειρεύτηκες τίποτε;

Η επιμονή αύτη του εφαίνετο τελείως αδικαιολόγητος. Τι τα ήθελε τα γράμματα, αφού έτσι ήτο τόσον καλά, τόσον ευχαριστημένος; Αυτός ό,τι επεθύμει διά να είνε ευτυχής, το είχε· ήθελε να είνε βοσκός και ήτο βοσκός.

Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.

Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστεΔιά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε!

Ποιος άνθρωπος, ποιος βάρβαρος θα μπορούσε να μη συγκινηθή από τέτοια δάκρυα; Φροντίζει αμέσως να σφουγγίση τα δάκρυα αυτά που τάβρισκε τόσο ώμορφα, κι' η αξιολάτρευτη βοσκοπούλα φροντίζει κι' εκείνη συγχρόνως να τον ευχαριστήση για την αβρά εκδούλευσί του, αλλά μ' ένα τρόπο τόσο χαριτωμένο, με μια τόση τρυφερότητα, με μια τόση περιπάθεια, που ο βοσκός δεν μπορεί πλέον ν' αντισταθή.