United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμησμένες, άλλη δουλειά για ταγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφινε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου νάρθη η μαύρη η ώρα και του Μωριά.

Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και ήτο τούτο σπάνιονσυχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και ο σκούφος.

Ο νους του ησυχία δεν είχε· μόλις αποφάσιζε κάτι, κ' έπεφτε σώμα και ψυχή στη δουλειά. Από τα ψεγάδια του το πιο σπουδαιότερο, που το κάμανε δα και σούσουρο οι εχτροί του, είταν οι Ασιατικές του συνήθειες, καθώς γνωρίζουμε από τη ζωή του, από την καλοζωία του, και τέλος από τις οικογενειακές εκείνες τραγωδίες που ιστορήθηκαν.

Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.

Φόβος μεν, διότι δεν εγνώριζον περί της συμμορίας εκ πόσων συνέκειτο και τι σκοπούς ακόμη είχε· θλίψις δε, διότι εγνώριζον ότι η Μονή του Ευαγγελισμού είχεν αποταμιεύματα πλούσια. Και το εσέβοντο οι άνθρωποι το ιερόν Κοινόβιον και το ηγάπων. Οι πτωχοί το είχον ως πτωχοτροφείον και οι γέροντες ως γηροκομείον.

Παντρεύτηκε η Ζαφείρω ενός τσέλιγγα το γιο και τώρα έκανε τα Πιστρόφια στο πατρικό της· τα Πιστρόφια και τον αποχαιρετισμό. Αύριο σύναυγα το τσελιγγάτο θ' άφινε το χειμαδιό ν' ανέβη στα βουνά. Ακέριο ξάμηνο θάκανε η Μητροκούλενα για να ιδή την κόρη της. Μονάχα ξάμηνο η και περισσότερο ; ποιος το ξέρει! Μια την είχε· και τα μοναχοπαίδια τα κυνηγούν χίλια κακά. Μα και το ξάμηνο λίγο δεν είνε.

Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γρηά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τάστειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τάφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία. — Και με τη βοήθεια του Θεού θα ταυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια. Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι.

Άξαφνα, μέσα στην πολυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κ' έφεγγαν αφτά μονάχα. Είταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανάστημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κ' έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος.

Η επιμονή αύτη του εφαίνετο τελείως αδικαιολόγητος. Τι τα ήθελε τα γράμματα, αφού έτσι ήτο τόσον καλά, τόσον ευχαριστημένος; Αυτός ό,τι επεθύμει διά να είνε ευτυχής, το είχε· ήθελε να είνε βοσκός και ήτο βοσκός.