United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέτυχαν καθώς είδαμε και συμμάχους τους καλόγερους και τις καλόγριες, που ζώντας ανάμεσα τους ζωή χαρισάμενη δεν τους έρχουνταν αυτό το σούσουρο κάθε λίγο απάνου από τον άμπωνα. Και σα να μη σώνανε μήτ' αυτοί, πήγανε μαζί τους κι όλοι οι ζητιάνοι της Πόλης, τάχα γιατί χτυπούσε και τη ζητιανιά ο αποστολικός ο Πατριάρχης.

Ο νους του ησυχία δεν είχε· μόλις αποφάσιζε κάτι, κ' έπεφτε σώμα και ψυχή στη δουλειά. Από τα ψεγάδια του το πιο σπουδαιότερο, που το κάμανε δα και σούσουρο οι εχτροί του, είταν οι Ασιατικές του συνήθειες, καθώς γνωρίζουμε από τη ζωή του, από την καλοζωία του, και τέλος από τις οικογενειακές εκείνες τραγωδίες που ιστορήθηκαν.

Στην εκκλησιά πάλε εκείνη την πρωινή, που από τον όρθρο πήγε και στάθηκε η θεια Πασκαλιά στο στασίδι της, μεγάλο και πολύ σούσουρο ταπολείτουργο. Μα και στη λειτουργιά απάνω κάτι μουρμουρητά κρυφοδιάβηκαν από δω κι από κει, κι ώσπου να πη ο Παπά Χαράλαμπος το στερνό στερνό του Αμήν, τόξερε όλη η εκκλησιά, γυναίκες, άντρες, ψαλτάδες, ίσως κι ο ίδιος ο Παπάς, πως ο Πανάγος κ' η Ασήμω τα ψήσανε.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Τρέλλα και τρέλλα του ήρθε. Είχε γνώση και βαστάχτηκε όμως, κι όχι από καλογνωμιά, παρά να μη γίνη φοβερώτερο σούσουρο. Βαστάχτηκε, και τράβηξε από τον κάτω το δρόμο, εκεί που είτανε μαζεμένος ο κόσμος και τους σεριάνιζε, ίσως και δη, ίσως και πάρη ταυτί του τίποτις μες στα σκοτεινά. Σα να γύρευε και καλά να τις πυργώση τις φλόγες που κορώνανε μέσα του.

Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους.

Αυτός και η κυρία Μαχαλά έγιναν στενοί φίλοι. Τόσο στενοί που δεν άργησε το σούσουρο τριγύρω στ' όνομά τους. Μάλιστα βρέθηκαν καναδυό στενές φίλες που την ρώτησαν στα σοβαρά. Και η κυρία Μαχαλά ρώτησε τότε στα σοβαρά τον εαυτό της: τον αγαπούσε τάχα τον αξιωματικό; Ήταν φιλία ή αίστημα μεταξύ τους; Πέρασαν μήνες από τότε που την έβαλαν σε υποψία οι φίλες της.

Ο Θεός να φυλάη τις κοπελλιές μας από τέτοιους! Το καινούριο αυτό το σούσουρο, το μεγαλήτερο, τόφαγε μονομιάς τάλλο, το μικρότερο. Μήτε Βεζίρης να είτανε η Ασήμω δεν θα τα κατάφερνε πιο ομορφότερα. Με δυο της κρυφές σαϊτιές γλύτωσε το κεφάλι της από το φοβερό το περιγέλοιο του κόσμου, και χαντάκωσε τον Πανάγο μες σε χίλιες φορές πιο φοβερώτερη καταβόθρα.

Κ' έπειτα μια στιγμή ο λαός αγρίεψε. — Μωρέ μυαλό, ο μπαγάσας!... Εκείνοι ξεθεώθηκαν για να το φέρουν· άφηκαν το μεροκάματό τους, έχυσαν αίμα για τη Χάρη του και τούτος έρχεται τώρα να τους πη πως δεν είνε κόνισμα!... Σούσουρο έγινε, βρισιές ακούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί. — Το καλό που σου θέλω να φύγης· του είπε μυστικά ο Σταθόπουλος, τραβώντας τον έξω από το πλήθος.

Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.