United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλάι τους ήταν άλλοι δυο ζητιάνοι: ένας γέρος τυφλός και ένας νέος, ο οποίος πριν έρθει, τρύπησε το στήθος του κάτω από τη δεξιά θηλή και έτριψε επάνω το γάλα ενός δηλητηριώδους φυτού για να δημιουργηθεί έτσι ένα πρήξιμο, που το παρίστανε τάχα σαν κακοήθη όγκο.

Και σ' έμελλε, πατέρα μου, εσύ να ξενυκτήσης όπου οι χοίροι ξενυκτούν κ' οι έρημοι ζητιάνοι! Αλλοίμονον! Πώς έγινε συγχρόνως με τον νουν σου να μη σου φύγη κ' η ζωή;... Ξυπνά! Ομίλησέ του. ΙΑΤΡΟΣ Εσύ καλλίτερα, εσύ, κυρία, λάλησέ του. ΚΟΡΔ. Πώς είναι ο αυθέντης μου; Ο βασιλεύς πώς είναι;

Στο Φόνι, όπου οι ζητιάνοι βολεύτηκαν στη μικρή αυλή γύρω από την εκκλησία που ήταν γεμάτη κόσμο από μακρινά χωριά, ο Έφις άρχισε να δοκιμάζει ένα νέο μαρτύριο. Φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το σύντροφό του.

Ο Έφις, ντυμένος κι εκείνος όπως οι άλλοι ζητιάνοι, έσερνε πίσω του τους δυο τυφλούς και του φαινόταν πως ήταν η μοίρα του η ίδια: το έγκλημα και η τιμωρία του. Δεν τους αγαπούσε, αλλά τους ανεχόταν με άπειρη υπομονή. Κι εκείνοι δεν τον αγαπούσαν, αλλά ζήλευαν ο ένας τον άλλο για την προσοχή που τους έδειχνε, και καυγάδιζαν συνέχεια.

Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• «Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συτην πόλι 375 έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης

Ενώ δ' επ' εσχάτων ο Ουίλλιαμ Κίνεαρ συνεπέραινε από τούς εν Αμερική βαθυγήρους ότι η μακροβιότης είνε προνόμιον αποκλειστικόν των πτωχών, όπως και η βασιλεία των ουρανών, εν Σκωτία δε μεταξύ των εσχατογήρων απεδείχθησαν πλειοψηφούντες οι ζητιάνοι, οι κηπουροί και εν γένει πτωχοί άνθρωποι, η στατιστική του Κάρπερ εξ άλλου αποδεικνύει ότι οι πλούσιοι έχουν τρεις πιθανότητας περισσοτέρας από τους πτωχούς διά να φθάσουν τα εκατόν.

Όταν έφτασε ο Έφις βρήκε τον φράχτη που περιέβαλε τις καλύβες γεμάτο από κάρα που έφεραν τέντες από λινάτσα ή σεντόνια και τους πωλητές γλυκισμάτων και κρασιού να στέκονται πλάι στους μικρούς πάγκους τους στη σκιά της εκκλησίας. Οι ζητιάνοι σε παράταξη στις άκριες του δρόμου.

Οι ζητιάνοι ζεσταίνονταν στον ήλιο και ο ΄Εφις μάζευε την ελεημοσύνη τρέμοντας σε κάθε θόρυβο βημάτων από φόβο μήπως ξαναδεί τον ντον Πρέντου. Πότε πότε ωστόσο ανασήκωνε το κεφάλι σαν να άκουγε κάποια μακρινή φωνή.