United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα μου είταν ευχαριστημένη, όπως πάντα όταν ταξίδευε στη θάλασσα, χωρίς όμως να δείχνη πως το ταξίδι έδινε κάποια ωρισμένη διεύθυνση στους στοχασμούς της. Όλη η ιστορία είτανε γι' αυτή ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, τωραιότερο που έκανε, τίποτε όμως περσότερο.

Ο κόσμος δεν έλεγε να βγει, παρόλο που ο παπάς είχε τελειώσει τις προσευχές του, και συνέχιζε να ψάλει ιερούς ύμνους. Ήταν σαν το μακρινό μουρμούρισμα της θάλασσας, σαν το θρόισμα του δάσους το δειλινό.

Ποτέ δε θέλησα ναλλάξης κάτι μέσα σου για χάρη μου. Την ιδέα αυτή σου την έδωσε η αγάπη σου κι όχι εγώ. Κοίταξε μπροστά της σα να ψηλαφούσαν οι στοχασμοί της να βρούνε κάτι στο μακρινό περασμένο. — Νομίζω πως εσύ ήθελες να γίνω σαν εσένα, είπε. — Ποτέ, απάντησα, ποτέ δεν πεθύμησα τέτοιο πράμα. Ήθελα να μπορούσα να μιλώ μαζί σου για όλα όσα στοχαζόμουνα κ' αιστανόμουνα.

Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο, πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι. 270 Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου· όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν. Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε.

Τότε, μέσα στα σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν να άναψε ένα μακρινό φως: η θέληση να παλέψει με το θάνατο. Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και μίλησε. «Ντόνα Έστερ, είμαι καλύτερα. Δώστε μου να πιώΈτρεξαν και οι δυο αδελφές και η Νοέμι η ίδια του ανασήκωσε το κεφάλι και του έδωσε να πιεί. «Μπράβο Έφις! Έτσι είναι καλά. Ξέρεις τι θα γίνει σήμερα

Τα μισόκλειστα μάτια κοίταζαν, ωστόσο, προς τα επάνω, αλλήθωρα, όπως συμβαίνει στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν σε ένα μόνο μακρινό σημείο. Μόλις την είδε ο ντον Πρέντου, αναρίγησε και κοντοστάθηκε. Από την κίνησή του η Νοέμι κατάλαβε την αλήθεια.

Είναι και για να νοιώσουμε πόσο μακρινό ταξίδι πρέπει να κάμη άνθρωπος κατά τα βάθια της αρχαιότητας, για νανακαλύψη τις πηγές του Ρωμαίικου του Νείλου. Ο καθαυτό ο Σοφιστής είναι η αποθέωση της ψυχικής τυφλοσύνης. Την ξυπνάδα του να τη μεταχεριστή για κοινό καλό δεν το συλλογίζουνταν, αφού αληθινή σοφία δε γύρευε. Μάλιστα τέτοιο πράμα το θάρρειε κι ανοησία.

Στο μακρινό του όμως εκείνο ταξίδι Θεός το ξέρει πόσοι εχτροί τον τριγύριζαν... Στάλθηκε αμέσως στην Πόλη το λείψανο. Προβγήκε και το προαπάντησε η χήρα του η Χαριτώ, που της έμνησκε ένα του τέκνο, μωρό παιδί ακόμα, που αν και καμωμένο από τότες «Νομπιλίσσιμος», δεν είτανε γραφτό του να φορέση πορφύρα.

Και για να την παρηγορήσει σκέφτηκε να της διηγηθεί μια από τις τόσες ιστορίες του τυφλού. «Άλλωστε δεν είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι. Ξέρετε την ιστορία της Βασίλισσας του Σαβά; Ήταν όμορφη και είχε ένα μακρινό βασίλειο με πολλούς κήπους από συκιές και ροδιές και ένα παλάτι ολόχρυσο. Άκουσε, λοιπόν, να λένε ότι ο Βασιλιάς Σολομών ήταν πλουσιότερος από εκείνη κι έχασε τον ύπνο της.

Η ηλιοκαμένη όψη του ανατρίχιασε, και τα λόγια του λεβέντη βρήκαν αντίλαλο μακρινό και γλυκύτατο στη ψυχή του. Σήκωσε τη τσίτσα και τράβηξε κρασί, σα νάπινε στην υγειά και στην ενθύμηση του πολέμου. Ύστερα σα να συλλουγίζουνταν πως είταν νύχτα ακόμα, είπε: — Θα σας που, ορέ παιδιά, για τον πόλεμο.