Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Ο κόσμος δεν έλεγε να βγει, παρόλο που ο παπάς είχε τελειώσει τις προσευχές του, και συνέχιζε να ψάλει ιερούς ύμνους. Ήταν σαν το μακρινό μουρμούρισμα της θάλασσας, σαν το θρόισμα του δάσους το δειλινό.

Απόξω ούτε φωνή, ούτε θόρυβος. Μόνον της βρύσης το μουρμούρισμα έφτανε μέσα μονότονο και τούφερνε λιποψυχιά. Όχι νερό· το αίμα της καρδιάς του έχυνε απ' τον κρουνό της η βρύση. Αλήθεια· πολύ άχαρο είν' έτσι το σπίτι! Άλλοτε μόλις άνοιγε τα μάτια του, άκουε το αλαφρό περπάτημα της κυρά Πανώριας, το πασπάτεμμά της εδώ κ' εκεί, τη φωνή της.

Κι' αυτός διάβαζε μέσα σε κάτι χοντρές μαύρες μαγκούρες, τόσες μεγάλες. Ήτανε μια αηδία να τον ακούς. Η μουσική έπαιζε κατά σειρά, Μανόν, Κάρμεν, Ζουρ ε Νουί κάποιο γαλλικό βαλς. Κάτω από τις γλυκές νότες η θάλασσα μαλάκωνε τους κυματισμούς της, τους έστρωνε σ' ένα θαυμαστό μουρμούρισμα, και μαζευόταν, λες, όλη πίσω στην πρύμη. — Την ωραία μουσική! σκέφτηκεν ο Ρένας.

Και τα λόγια του Τζατσίντο μπερδεύονταν, από την άλλη μεριά του μικρού τοίχου, με το θρόισμα των καλαμιών, με το μουρμούρισμα του αγέρα που περνά. Κι όμως, ξαφνικά φάνηκε να ανακτά τις δυνάμεις του και να ξαναζωντανεύει.

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Ξαπλονόμουνα σε μια ρειπωμένη καμάρα ενός παλιού μύλου, του Ρ ι ζ ό μ υ λ ο υ, καθώς λένε το μέρος αυτό εκεί πέρα, και περνούσα τις ώρες μου βλέποντας τα βουνά, τα λιοστάσια, τις ανεμώνες και τα πράσινα ρείκια γύρω μου, κι ακούοντας το μουρμούρισμα του ποταμιού. Μια μέρα στην ίδια αυτή μεριά βρήκα ξαπλωμένον ένα γέρο τσοπάνο που βοσκούσε τα πρόβατά του εκεί κοντά.

Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.

Ο πυρετός και η εξάντληση έκαναν τ’ αυτιά του να βουίζουν∙ σαν να άκουγε το μουρμούρισμα του ποταμού μέσα στη νύχτα και μακρινές φωνές και είχε μέσα στο κεφάλι του έναν κόσμο εντελώς δικό του όπου ζούσε αποτραβηγμένος από τον πραγματικό κόσμο. Δεν τον ενδιέφερε πια ο Τζατσίντο, ούτε η Γκριζέντα, ακόμη καλά καλά ούτε και οι κυράδες του.

Η κοιλάδα σκεπασμένη με την ανοιξιάτικη βλάστηση, με νερά, με θάμνους, με λουλούδια, έδινε την εντύπωση μιας κούνιας γεμάτης με πράσινα πέπλα και γαλάζιες κορδέλες, με το μονότονο μουρμούρισμα του ποταμού σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται.

ΓΟΝΖ. Στην τιμή μου, Κύριε, άκουσα ένα μουρμούρισμα, ένα πολύ παράξενο μουρμούρισμα, που μ' εξύπνησε· σ' ετάραξα, Κύριε, κ' εφώναξα· ανοίγω τα μάτια, και βλέπω τα σπαθιά τους γυμνά·ακούστηκ' ένας αχός, αυτό είν' αλήθεια, είναι καλύτερα, νάχουμε τον νου μας, ή να φύγουμ' από δω· ας ξεσπαθώσουμε. ΑΛΟΝΖ. Ας έβγουμ' από τούτον τον τόπο, και ας κάμουμε και άλλες έρευνες για τον υιό μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν