Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
— Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.
Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου 75 η πλουμιστή του αρματωσά — ασπίδα, διο κοντάρια, περκεφαλαία αστραφτερή — σιμά 'τανε κι' η ζώνη, όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του.
— Αυτός είν' ένας επιπόλαιος· είπε· ένας αγράμματος... Αυτό μας έμεινε, να μας δείξουν οι ξένοι το σπίτι μας!... Εγώ το είπα, το λέω και θαν το λέω ως που να πεθάνω· μόνον ένας Ευμορφόπουλος μπορεί να γράψη για τέτοιο ζήτημα... Ο Δημητράκης φουρκίστηκε· τούρριξε άγριες ματιές κ' ήταν έτοιμος να λογοπιαστή. — Σσ... του σφύριξε η Ελπίδα στ' αφτί ανασηκώνοντας τους ώμους της.
— Ντε Ψαρή μ' ντεεεέ! — Τουρκιάς καιρός, οπού λες, του Νάκο-Μήτρα το σπίτι στο χωριό, ήταν βοήθεια του κάθε φτωχού κ' ήταν του κάθε καψοραγιά καταφύγι. Εκεί ήταν οπώβρισκε ο κάθε χριστιανός σπλαχνικό αφτί να ειπή τον πόνο του, το Νάκο-Μήτρα. Κ' έβρισκε χέρι αγαπημένο τη Νάκο-Μήτραινα να τον πορέψη με κάθε βοήθεια και με κάθε γλυκόλογο το χρυσό της χείλι να τον παρηγορήση.
Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.
Είπε, και σφίγγει το λαμπρό κοντάρι του στον Αία, μα δεν τον ήβρε, μον το γιο του Μάστορα Λυκόφρο, 430 τον Κυθηριώτη, σύντροφο του Αία — που φεβγάτος για φόνο οχ τ' όμορφο νησί στου Αία κατοικούσε — αφτόν χτυπάει στην κεφαλή, εκεί στ' αφτί από πάνου, ενώστεκε κοντά κοντά στο γιο του Τελαμώνα· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ξερός μπροστά στο πλοίο. 435
— Πέτρα στην πέτρα — σπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος. — Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά. Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.
Αφτούς ο Αχιλέας τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας 105 ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι.
Αχτινοβολούσε όλος από χαρά και περηφάνεια. Τα χέρια του γροθοκοπούσαν τον αέρα, σα να πάλευε με αόρατο δαίμονα. — Υμνεί τη μητέρα του ή ρητορεύει; εψιθύρισε στ' αφτί του Γκενεβέζου ο Περαχώρας. — Είνε φυσικό του· αποκρίθηκε με τον ίδιον τρόπο εκείνος. Χρειάζεται, να σου ειπώ, λίγη ιλαρότητα. Το μυρολόγι της Ελπίδας μούσφιξε την καρδιά.
Αφτή τους σπρώχνει πρώτα ομπρός καλόξυστο τραπέζι πανώριο ατσαλοπόδαρο, και σε ταψί χαλκένιο τους βάζει μια μελόπητα, και βάζει 'να κρομμύδι 630 προσφάι να πίνουν, και κοντά σταρόψωμο τους βάζει, βάζει κι' ολόλαμπρο καφκί πούχε απ' την Πύλο ο γέρος φερμένα χαλκοκάρφωτο, με τέσσερα φτιασμένο αφτιά, που περιστέρια διο ζερβόδεξα βοσκούσαν χρυσά στο κάθε αφτί, και διο είχε από κάτω πάτους. 635 Άλλος το κούναε δύσκολα απ' το τραπέζι αν είταν γιομάτο, μα το σήκωνε με δίχως κόπο ο γέρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν