United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έγνοια σου, μωρή, της λέει ο στρατηγός, έχω και για 'σένα π. . . Μη θυμώνεις. Κάποτετα 1825, 'σ την εκστρατεία της Μεσσηνίας, μάλλωσε με τον Κουντουριώτη και του είπε·Ωρέ, Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γιομάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω 'γώ σπόρο 'σ τ' α . . . μου!

Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρης. Το λέει ο πετροκότσυφας 'ςτό δροσερό τ' αυλάκι, Το λεν 'ςτά πλάια η πέρδικες, 'ςτήν ποταμιά τ' αηδόνια. Το λέν 'ςτ' αμπέλια η λυγεραίς, το λεν με χίλια γέλοια, Το λέει κ' η Γκόλφω η ώμορφη, το λέει με το τραγούδιΑμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμμένο, Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.

Το παζάρι είνε γιομάτο από σκλάβους του Μεσολογγιού που τους έφεραν τ' ασκέρια του Βαλή και τους πωλούν σα πρόβατα στο ικάντο στους αρχόντους και μπέηδες Τούρκους Γιαννιώτες. &1830, Απριλιού 21&. Χαλασμός κόσμου σήμερ' από βροχή. Ύστερ' απ' αυτήν έρριξε χαλάζι δυνατό που κάθε σπιρί του ζύγιαζε δέκα δράμια κ' έκαμε μεγάλες καταστροφές.

Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, 425 και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλωΈτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του την ομορφοζωσμένη νιά. 430

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.

Σπολάτι! τώρα μοναχό θε να σ' αφίσω, γιατί πετιέμαι πλάι 'δώ, να τηγανίσω κάτι μαρίδες, που ακόμη σπαρταράνε. Ε! τι να γίνη. . . οι ανθρώποι θένε βλέπεις και να φάνε. Το σταφύλι του για μένα είτανε χολή γιομάτο. Τη λύσσα του δράκοντα έλυωνε μέσα στο κρασί του. Το φαρμάκι της ασπίδας στη γλώσσα του από κάτω έκρυβεν ο Καίσαρας.

Μήνες και χρόνια ολόκερα σε καρτερώ απ' τα ξένα, Και το μαράζι της καρδιάς, της ξενιτειάς σου η πίκρα Μώφερε αρρώστεια αγιάτρευτη και μ' έρριξε 'ςτό στρώμα Ή άλλαις, είπα, αγάπησες 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα Κ' εμένα μ' αλησμόνησες την πολυαγαπητή σου, Ή αρρώστησες και πέθανες χωρίς εγώ να μάθω. Και δάκρυο, δάκρυο ψεύτικο, δάκρηο γιομάτο απάτη Τα μαραμένα μάγουλα της σκύλλας αυλακόνει.

Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.

Μα αφτός με βροντερές φωνές δεν έπαβε να σκούζει «Τ' Ατρέα γιε, τι φταίξαμε και πάλι; τι σου λείπει; 225 Γιομάτο το καλύβι σου μαθές χαλκό, γυναίκες έχεις πολλές και διαλεχτές, που πρώτα πρώτα εσένα σ' τις δίνουμε άμα μπούμε εμείς σε κάνα πλούσιο κάστρο.

ΔημήτριεΜεγαλομάρτυς! Καθώς ηφαίστειο τινάχτηκες αντάρτης, πατώντας 'πάνω σε κάθε πρόληψι, την παροδική των ανθρώπων περιφρονώντας υπόληψι, μαδώντας τα στεφάνια, σκίζοντας της μεταξοΰφαντες χλαμύδες, τους κιθαρωδούς ξεχνώντας και της ορχηστρίδες, στο Ευαγγέλιο για να πιστέψης του Ραββουνί κι' όπως Εκείνος εις τον κήπον της Γεθσημανή, το ποτήρι να δεχτής του μαρτυρίου, ξύδι γιομάτο και χολή από τα χέρια του Κυρίου.