United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η μητέρα μου, που η φωνή της ήταν γλυκιά σαν φρούτο, θυμάμαι, έλεγε: αρκεί ο Ιστένε μου να μείνει αθώος, τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι, που λες, αδελφέ μου, μου έφαγαν την περιουσία όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα μου, με τσιμπολόγησαν σαν να’ μουνα ένα τσαμπί σταφύλι, όλοι τους, συγγενείς και γνωστοί∙ ο Θεός να τους συχωρέσει.

Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Όστις δε θελήση να δοκιμάση το σταφύλι το οποίον εσχάτως ήρχισαν να το ονομάζουν γενναίον και τα γενναία σύκα, εάν μεν δρέπη από τα ιδικά του, ας τα απολαμβάνη όπως θέλει και όταν θέλη, εάν όμως από κτήματα άλλου χωρίς να τον πείση συμφώνως με τον νόμον ότι δεν πρέπει να σηκώνη ό,τι δεν ετοποθέτησε, ας τιμωρήται.

Το ίδιο κρεβάτι από σκουριασμένο σίδερο στολισμένο με ξεθωριασμένα φύλλα χρυσού, με τσαμπιά από σταφύλι που κάποια ρόγα εδώ κι εκεί διατηρούσε, όπως στα αληθινά, άγουρα τσαμπιά, λίγο κόκκινο και βιολετί χρώμα. Οι ίδιοι τοίχοι ασβεστωμένοι, τα καδράκια με τις μαύρες κορνίζες και τις παλιές λιθογραφίες που κανείς μες στο σπίτι δεν ήξερε την αξία τους.

Σπολάτι! τώρα μοναχό θε να σ' αφίσω, γιατί πετιέμαι πλάι 'δώ, να τηγανίσω κάτι μαρίδες, που ακόμη σπαρταράνε. Ε! τι να γίνη. . . οι ανθρώποι θένε βλέπεις και να φάνε. Το σταφύλι του για μένα είτανε χολή γιομάτο. Τη λύσσα του δράκοντα έλυωνε μέσα στο κρασί του. Το φαρμάκι της ασπίδας στη γλώσσα του από κάτω έκρυβεν ο Καίσαρας.

Εδώ, αφού εσηκώθηκε επάνω από τα κεφάλια του πλήθους, ευρήκε μέσον να πλησιάση τον τοίχον επήρεν ένα φανάρι από μια από τας καρυάτιδας, επανήθεν όπως επήγεν εις το κέντρον της αιθούσης, επήδησε με ευκινησίαν πιθήκου επάνω από το κεφάλι του βασιλέως, και από εκεί εσκαρφάλωσεν εις την αλυσίδα ολίγα βήματα παραπάνω, και χαμηλώνων τον κορμόν διά να εξετάση το ουραγγουτάγκειον σταφύλι, εφώναξε δυνατά : «Θα σας είπω ποίος είναι

Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ' ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, ταποκαμάρωσε, τάννοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι.