United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Η ΜΑΝΝΑ. Πούνε τα χρόνια τα παληά σαν τον κρατούσα ίδιο μαλακό κερί στα δάκτυλα και με τα χάδια μου και τα φιλιά που τώδινα, τον έπλαθα λεβέντη, να τόνε χαρή ο κόσμος! ΜΑΝΝΑ Σκληρό γίνεται το παιδί σαν μεγαλώση, ίδιο κληματοβλάσταρο όταν τσαμπί φουσκώση. Η ΜΑΝΝΑ. Το κορμί του μοσκομύριζε στάρι βρασμένο. Στη θεά της σποράς για τούτο αφιερωμένο από τρυφερούδι τώχα τόσο δα.

Την πήγα στον αρχηγό μου κρατώντας την σαν ένα τσαμπί. Έσταζε μαύρο αίμα όπως οι ρόγες από το μαύρο σταφύλι. Ο αρχηγός μού είπε: μπράβο Κοντσίνου!» Ο Έφις άκουγε κρατώντας ένα αγριοτριαντάφυλλο. Σταυροκοπήθηκε με το κοτσάνι του λουλουδιού και είπε: «Να εξομολογηθείς, Κοντζί! Σκότωσες άνθρωπο!» «Στον πόλεμο, αυτό δεν είναι αμαρτία. Μήπως το έκανα κρυφά; Όχι

Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

Σαν κατέβηκε ο Πανάγος, δεν είταν πια και πολύ θολωμένος ο νους του· δεν απορούσε τι να κάμη και τι να πη· παρά εκεί που το κράταγε αυτή ακόμα το τσαμπί και το γλυκοκοίταζε, σκύβει να φιλήση το χνουδάτο της μάγουλο. Έβαλε τον αγκώνα της η Ασήμω, σα να τον αποσπρώξη. Πιάνει τότες εκείνος το χέρι της και το γλυκοσφίγγει.

Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει . . . — Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ. Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους. Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά.

Και η μητέρα μου, που η φωνή της ήταν γλυκιά σαν φρούτο, θυμάμαι, έλεγε: αρκεί ο Ιστένε μου να μείνει αθώος, τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι, που λες, αδελφέ μου, μου έφαγαν την περιουσία όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα μου, με τσιμπολόγησαν σαν να’ μουνα ένα τσαμπί σταφύλι, όλοι τους, συγγενείς και γνωστοί∙ ο Θεός να τους συχωρέσει.