United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επληροφορήθη, ότι ο νέος δήμαρχος, δραστήριος και ικανός άνθρωπος, ανάδοχος του Χρυσού, θεωρών εντροπήν ιδικήν του να συμβαίνωσι τοιαύται εντροπαί εις το χωρίον του, να εισέρχωνται δηλαδή οι γαμβροί εις τας οικίας των αρραβωνιαστικών και ύστερον να κακιώνουν αναβάλλοντες επ' αόριστον τον γάμον, είχεν αποφασίσει, όταν τον ξεκακιώσουν τον Στεφανάκην και επανέλθη πάλιν εις την οικίαν της μνηστής του με την κασσελίτσαν και με την τσεργίτσαν του, να σπεύση την νύκτα ο κύριος δήμαρχος κρυφά με τον παπά και να τον στεφανώση τον Στεφανάκην ένα βράδυ όσο να πης κρεμμύδι.

ΧΟΡΟΣ Ναι, το παιδί και την αιχμάλωτον μητέρα. ΠΗΛΕΥΣ Με τον πατέρα της πηγαίνει εις την πατρίδα της; Ή με άλλον έφυγε; ΧΟΡΟΣ Ο Ορέστης, ο υιός του Αγαμέμνονος την επήρε απ' εδώ. ΠΗΛΕΥΣ Με ποίαν ελπίδα; Μήπως πρόκειται να την πάρη γυναίκα του; ΧΟΡΟΣ Ναι, και μελετά να σκοτώση το παιδί του υιού σου, τον Νεοπτόλεμον. ΠΗΛΕΥΣ Με ποιόν τρόπον; Κρυφά ή φανερά;

Αλλά γνώριζε ότι μου πέρνεις τη χαρά των ματιών μου και τη χαρά της καρδιάς μου!». Ο Τριστάνος εμπιστεύτηκε το σκυλλί σ' έναν τραγουδιστή της Ουαλλίας, γνωστικό και παμπόνηρο ο οποίος το πήγε εκ μέρους του στην Κορνουάλλη. Ο Τραγουδιστής έφτασε στο Τινταγκέλ και το παράδωσε κρυφά στη Βασίλισσα.

Της φύσεως, κυρία, τροφός είν' η ανάπαυσις. Να ησυχάση πρέπει. Αλλ' υπάρχουν βότανα καλά ν' αποκοιμίσουν κι' απελπισμένα βλέφαρα. ΚΟΡΔ. Κρυφά ευλογημένα, ω σεις δυνάμεις μυστικά μέσατην γην κρυμμέναι, φυτρώστε με το δάκρυ μου, ανακουφίσετέ μου αυτού του γέρου του καλού τα πάθη. — Εύρετέ τον μη τύχη κ' εις την τρέλλαν του θελήση ν' αφανίση την ύπαρξίν του, που ο νους δεν διευθύνει πλέον.

Στο μεταξύ στέλνει ο Πέρσος κρυφά τους «Αθάνατους» κατά τα δεξιά του Βελισάριου. Άμα τους είδε ο Βελισάριος, μηνάει στους Ούνους της αριστερής πλευράς να τρέξουν και να βοηθήσουν τους δεξιούς Ούνους. Έστειλε και κάμποσους δικούς του εκεί. Χύμιξε λοιπόν ταριστερό φτερούγι του Πέρσου μαζί με τους «Αθάνατους» καταπάνω στα δεξά μας με μεγάλη ορμή. Σάστισαν οι δικοί μας στην αρχή κ' έφυγαν.

Κ' ύστερ' από σκέψη εβρίσκανε σωστό να μη λένε τίποτε για το γάμο τους παρά νάχη κρυφά τη Χλόη και μονάχα στη μητέρα του να εξομολογηθή τον έρωτά τους· μα δεν το παραδεχότανε ο Δρύαντας παρά ήθελε να το ειπή του πατέρα του και τους εβεβαίονε πως αυτός θα τον καταφέρη.

Τι νάρθει ως το στρατό θνητός, και νιος αν πεις λεβέντης, 565 δε θα κοτούσε· τους φρουρούς δε διάβαινε κρυφά τους, μήτε και σάλεβε έφκολα της πόρτας μου το σύρτη· Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου, μήπωςκαι πρόσπεφτο έτσι εδώκι' εσένα δε σ' αφήκω γερό, και τότες στου Διός το λόγο θ' αμαρτήσω570 Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει το λόγο.

Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, — να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά.

Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.

Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κ' έτσι η χώρα του έγεινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργισε κι ο Στόικος να κάμη φίλους· και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ναψηφάη το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύη κατά το δικό του σκοπό. Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του.