United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Στο μεταξύ στέλνει ο Πέρσος κρυφά τους «Αθάνατους» κατά τα δεξιά του Βελισάριου. Άμα τους είδε ο Βελισάριος, μηνάει στους Ούνους της αριστερής πλευράς να τρέξουν και να βοηθήσουν τους δεξιούς Ούνους. Έστειλε και κάμποσους δικούς του εκεί. Χύμιξε λοιπόν ταριστερό φτερούγι του Πέρσου μαζί με τους «Αθάνατους» καταπάνω στα δεξά μας με μεγάλη ορμή. Σάστισαν οι δικοί μας στην αρχή κ' έφυγαν.