United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κικίδι σφαλησμένο μικρό κλουβί πλεμμένο Όξω από το παραθύρι 1185 Του σπιτιού ενού νικοκύρη, Ελαλούσε πάσα βράδυ Ότι αρχίναε το σκοτάδι· Και μια κάπια Νυκτερίδα Με περιέργειας φροντίδα, 1190 Τούτο αφού παρατηράει Το ζυγόνει, το ρωτάει, Για να βγη οχ την απορία, Από πια αφορμή κι' αιτία, Την ημέρα να σιγάη. 1195 Και τη νύχτα να λαλάη.

ΘΕΡΑΠΩΝ Άει στην κατάρα του Θεού! Μη με σκοτίζης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη τον ελέγχης, γέροντα, και τα δικά σου λόγια αξιοκατάκριτα πιο απ’ τα δικά του. ΘΕΡΑΠΩΝ Τι κακό κάμνω, πιο καλέ απ’ τους βασιλιάδες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί δεν αποκρίνεσαι σ’ ό, τι ρωτάει; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι λέει δεν ξέρει, μάταια λοιπόν κοπιάζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με το καλό δεν μας ακούς. Θα μας ακούσης με το στανιό.

Ίσια στον πύργο πήγε. Ο Αγάς, ό,τι έκαμε το ναμάζι του, κ' έπινε τον καφέ του. Μήτε τον καλοκοίταξε στην αρχή. Τέλος του είπε να καθίση, και του πρόσταξε και καφέ. — Έφεντημ, αρχίζει αμέσως ταγόρι, παράξενο θα σου φάνηκε να με βλέπης τέτοιαν ώρα. Μ' απ' αυτό να καταλάβης πως μεγάλη δουλειά μ' έφερε ως εδώ. Η ζωή μου είναι εις τα χέρια σου. — Τι έπαθες, τζάνουμου, ρωτάει ο Αγάς.

Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ’ εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτα Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλλίτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτα Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτα θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Άλλος Μπάκακας κοντά του Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδη να γενώ· Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, ίσια ίσια να φανώ; Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ αφινέ ταις, Της ορμήνιαις τις πολλαίς.

Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ' εκείνη. — Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!... Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα.

Τις εστίν; Ουκ οίδα, ρωτάει ο Ιουστινιανός μέσο του μαντάτορα. — Ο πλεονεκτών με, Τρισαύγουστε, εις τα τσαγγάρια ευρίσκεται, φωνάζουν οι Πράσινοι, εννοώντας τον Καλοπόδιο . — Ουδείς υμάς αδικεί, αντισκόβει ο μαντάτορας. — Είς και μόνος αδικεί με, Θεοτόκε, μη ανακεφαλήσει... Συ και μόνος οίδας, Αύγουστε, τις πλεονεκτεί με σήμερον.