Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξε — βγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.
Μιαν αυγή — την Τετράδη ας πούμε — πέθανε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος· και πέθανε κάπως ευχαριστημένος. Λέω κάπως, γιατί σ' αυτόν και στη γενιά του δεν ήταν φυσικό να βλέπη με καλό μάτι το θάνατο. Α, όλα κι όλα! Γάμους θες, παιγνίδια, μαλώματα, δουλειά — μάλιστα. Θάνατο με θάνατο μην τον μολογάς. Μα πού ρωτάει ο Χάρος! Άρπαξε το γέρο από τα μαλλιά και τον γκρέμισε κάτω.
Και την καρδιά σπαράζοντας ρωτάει πικρότερα η ματιά σου η θλιβερή: Νόμος κανείς τον κόσμο κυβερνάει, ό τι λαμπρό αφού αρπάζεται απ τη γη, αφού ό τι φως ποθεί και λαχταρίζει, χρωστά άκαρπα ασφοδέλια να θερίζη;
Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.
Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.
Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!
Αξίζει να ξαναγραφή εδώ ο διάλογος τους. — Πώς τολμάς εσύ μόνος και του εναντιώνεσαι του Βασιλέα, ρωτάει ο Ύπαρχος, και δεν παραδέχεσαι τον Αρειανισμό; — Άλλον από το Θεό δεν προσκυνώ εγώ, μα ας είναι κι ο Ύπαρχος, απολογιέται ο Βασίλειος.
Εκεί πού τούβανε τη φωτιά, τον ρωτάει ο στρατηγός, αδιάφορα, με ποιον έκαμε ως τώρα και πού πολέμησε. — Με τον Καραϊσκάκη, Καπετάνε, απαντάει ο στρατιώτης. Ήμνα κοντά τ' απ' τον καρό τ' Λεπενιώτη. Πολεμήσαμε πολλές βολές αντάμα. Να τα σημάδια . . . — Καλά, καλά, άιντε τώρα. Αφού βγήκε ο στρατιώτης, γυρίζει ο Ίσκος και του λέει του Ράγκου· — Γράφε, Ράγκο! Ύστερα ο Ίσκος κράζει άλλον στρατιώτη·
— Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός. — Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;
Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν