Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης «Ναι, στέκω εγώ και καρτεράω· μα μακρινή δε θάναι θαρρώ η αλάφρωση από μας, τι νίκη να μας δώσει δε θέλει ο Δίας τώρα πια, μον να! στους Τρώες θέλειΕίπε, και χάμου το Θυμπριό τον γκρέμισε οχ τ' αμάξι 320 τρυπώντας τον στ' αριστερό βυζί του· κι' ο Δυσσέας τον παραγιό του κάρφωσε, το θεϊκόνε Μόλιο.

Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλειότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι όπου τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του.

Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλιότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι οπού τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του.

Έπειτα τσάκωσε δυο γιους του βασιλιά Πριάμου, διο σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο. 160 Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν, και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας, έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διο ο Διομήδης μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματά τους πήρε, κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια. 165

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.

Με τον κασμά, αυτός αμέσως άρχισε να καταστρέφει το άδειο κενοτάφιο που ήταν στην μέση του μαυσωλείου. Πήρε μια μια τις πέτρες και τις έβαλε την μια πάνω στην άλλη σε μια γωνιά. Όταν γκρέμισε όλο το κενοτάφιο, συνέχισε να σκάβει την γη, και κάτω από κει είδα μια καταπακτή.

Αφτούς ο Αχιλέας τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας 105 ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι.

Μιαν αυγήτην Τετράδη ας πούμεπέθανε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος· και πέθανε κάπως ευχαριστημένος. Λέω κάπως, γιατί σ' αυτόν και στη γενιά του δεν ήταν φυσικό να βλέπη με καλό μάτι το θάνατο. Α, όλα κι όλα! Γάμους θες, παιγνίδια, μαλώματα, δουλειάμάλιστα. Θάνατο με θάνατο μην τον μολογάς. Μα πού ρωτάει ο Χάρος! Άρπαξε το γέρο από τα μαλλιά και τον γκρέμισε κάτω.

Τότε εκείνος σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της· 15 έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, 20 και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. 25 Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω· ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο

Αλλ' η Φωτεινή έτρωγε με πολλήν όρεξιν· έξαφνα ακούει γύρω της κάτι λεπταίς και παραπονετικαίς φωναίς. Πουλάκια είνε! λέγει. Σηκώνει τα 'μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωληάν. Αχ! ο άνεμος ο δυνατός, που έσπασε του πατέρα μου την βάρκα, θα γκρέμισε και αυτή τη φωλίτσα!.. Αφίνει τότε το ψωμί της και ζητεί τα πουλάκια.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν