United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

Επειδή και εσύ είσαι ένας ζητουλιάρης μου είπεν ένας από τους δύο, ευχαρίστησε τον Ουρανόν που μας εσυναπάντησες· εμείς θέλομεν να σου δώσωμεν να φας, και να πιής καλά. Έτσι λέγοντάς μου με έφεραν εις τον τάφον, εις τον οποίον τέσσαρες από τους συντρόφους του έτρωγαν ραπάνια μεγάλα και χουρμάδες, και έπιναν ρακήν.

Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».

Έκαναν γλέντι· εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασίρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο Κάτω Κόσμος.

Τα ζωηρά χρώματα της φορεσιάς των χωρικών, το κόκκινο του σκαρλάτου, το κίτρινο των τσεμπεριών, το φλογερό κρεμιζί από τις ποδιές, έλαμπαν σα λουλουδένιες κηλίδες ανάμεσα στο πράσινο των σχίνων και στο φίλντισι των καλαμιών που είχαν μείνει στα θερισμένα χωράφια. Και παντού έπιναν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τσακώνονταν.

Όλοι έπιναν κρασί, οι οκάδες έρχουνταν ολοένα, τα τραγούδια λέγουνταν με φωνές βραχνές, με φωνές ψιλές, με φωνές ξεσκισμένες, με φωνές βαθειές, τόρα ένα κλέφτικο, ύστερα ένα ερωτικό, κατόπι ένα ανατολίτικο, πότε αμανές, και πότε σαμπαΐ. Και το γλέντι άναβε ολοένα, όντας πήρε αυτός το μπουζούκι του.

Οι άνδρες εκάθησαν γύρω 'στη φωτιά, ερροφούσαν τον καπνόν των και έπιναν το θερμόν αρωματικόν ποτόν των, το οποίον μόνοι των παρεσκεύασαν· και ο Ρούντυ είχε το μερτικό του από το ζεστό και ήρχισαν να διηγώνται διά τα μυστηριώδη Πνεύματα της χώρας των Άλπεων, διά τα παράδοξα γιγαντώδη φίδια μέσα εις τας βαθείας λίμνας, διά την νυκτερινήν λεγεώνα των δαιμονίων, που έφεραν τους κοιμωμένους διά του αέρος εις την αλλόκοτον πόλιν Βενετίαν η οποία κολυμβά· διηγήθησαν και για τον άγριον Βοσκόν, που βόσκει τα μαύρα πρόβατά του επάνω εις τα λειβάδια· αν και δεν τον βλέπει κανείς, ακούει όμως το κουδούνισμα, που κάνουν τα κουδουνάκια τους, και τα απαίσια βελάσματα, που κάνει το κοπάδι, κακό προμήνυμα.

Μέσα έτσι οι Τρώες στο καστρί σα λάφια δειλιασμένοι να ξεδιψάσουν έπιναν και στέγνωναν τον ίδρο γυρμένοι απάς στα τεχνικά μπροστήθια· κι' οι Αργίτες ζύγωναν τότες με γυρτά στις πλάτες τους τ' ασπίδια. Μα απ' όξω αφτού τον Έχτορα η περιπαίχτρα η Μοίρα 5 να μείνει στο πορτί μπροστά τον πεδουκλώνει τότες.

Ο αυθέντης των λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους, που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν πολλά ευχαριστημένοι.

Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν.