Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
'Σ τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, και 'ς τώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράς 'ς την άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.
Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.
Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν. Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου.
Σαν το ζαρκάδι ο νιος βοσκός ξετρέχει την κοπή του· Σουρίζει, σαλαγάει «όι, όι» και τήνε ροβολάει Από τα πλάγια στο μαντρί, στην στρούγγα για ν' αρμέξη. Από στεφάνι, από γκρεμόν, από ραϊδιό και λόγγο Και του γιδάρη η σαλαγή στριγγιά στριγγιά γροικιέται Τ' ανάποδο κοπάδι του «τσαπ, τσαπ! έι, έι» βαρώντας. Κι' αχολογούν βελάσματα κι' αχολογούν κουδούνια.
Μα είχαν τη γλύκα τη μελένια και τον ολόθερμο χυμό και το βαρύ άρωμα που τους έδωκε ο φοβερός ήλιος κ' η αναμμένη αμμουδιά της πατρίδας τους. Γιατί εσπάρθηκαν στην έρημο, εκεί γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν εκεί, μέσα στα καραβάνια των προσκυνητάδων, στους κοφτερούς δρόμους της Μέκκας και της Μεδινάς, ανάμεσα στης καμήλας τον πίννο και στα βελάσματα των κοπαδιών.
Άλλως τε, ενώ πριν την συναντήση είχεν έτοιμα πολλά πράγματα πειστικώτατα να της είπη και να της παραστήση πόσον ευχάριστος θα ήτον ο βίος των εις τα βουνά, να έχουν όλον τον κόσμον υπό τους πόδας των και να ζουν μόνοι μακράν των ενοχλήσεων και της κακίας των ανθρώπων, εντελώς δε ελεύθεροι εις τον έρωτά των να διέρχωνται τας ημέρας των εις δροσερά λαγκάδια και ν' ακούουν μόνον τα κελαδήματα των πουλιών και τα βελάσματα των προβάτων, και ν' αναβαίνουν εις υψηλάς κορυφάς, από τας οποίας φαίνεται η χώρα και η θάλασσα, ο πλατύς κάμπος της Μεσαράς, ο Κοφινάς και ο Ψηλορείτης, όταν την έβλεπε τα ελησμόνει όλα και μόνον της έλεγε: — Έλα να φύγωμε, Πηγιό.
Οι άνδρες εκάθησαν γύρω 'στη φωτιά, ερροφούσαν τον καπνόν των και έπιναν το θερμόν αρωματικόν ποτόν των, το οποίον μόνοι των παρεσκεύασαν· και ο Ρούντυ είχε το μερτικό του από το ζεστό και ήρχισαν να διηγώνται διά τα μυστηριώδη Πνεύματα της χώρας των Άλπεων, διά τα παράδοξα γιγαντώδη φίδια μέσα εις τας βαθείας λίμνας, διά την νυκτερινήν λεγεώνα των δαιμονίων, που έφεραν τους κοιμωμένους διά του αέρος εις την αλλόκοτον πόλιν Βενετίαν η οποία κολυμβά· διηγήθησαν και για τον άγριον Βοσκόν, που βόσκει τα μαύρα πρόβατά του επάνω εις τα λειβάδια· αν και δεν τον βλέπει κανείς, ακούει όμως το κουδούνισμα, που κάνουν τα κουδουνάκια τους, και τα απαίσια βελάσματα, που κάνει το κοπάδι, κακό προμήνυμα.
Επειδή μεθ' όλας τας παρακλήσεις της αι ημέραι του Γεννάρη εξηκολούθουν νιφετώδεις και παγεραί, έφερε τας κατσίκας εντός της καλύβας, όπου εκοιμάτο, ήναψε πυράν εις το μέσον και ήρχισεν αυτή, ως μαία, να τας βοηθή εις τον τοκετόν. Μετ' ολίγον η καλύβα εγέμισεν από μικρά κατσικάκια, τα οποία την εξεκώφαναν από τα βελάσματα. Αλλά δεν ήτο μόνον να γεννηθούν, έπρεπε να ξεπεταχθούν κι' όλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν