United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξανάρχεται λοιπόν πάλι ο ιεράρχης από την εξορία να διαδεχτή τον Καππαδόκη. Όλος ο κόσμος βγήκε να τον προαπαντήση. Μαζευτήκανε μερμήγκια στους όχτους του Νείλου με φοινικόκλαδα στα χέρια. Στρώσανε πλουμισμένα και ξομπλιαστά πανικά να περάση ο Αθανάσιος. Μαύριζε ο ποταμός από τις αμέτρητες βάρκες, έφεγγε το πέλαγο από τις φωταψίες.

Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου; Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη, 705 τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα, τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα, και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας, δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα. 710

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου.

Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά καιόχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.

τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, καιτώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράςτην άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.

Ανάμεσα από τα χωριά και μεταξύ στους κάμπους Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν ένα αργυρό ποτάμι, Μ’ αυλάκια, με παραύλακα και με πολλά γεφύρια, Με καταρράχτες τρύψηλους, που πέφτουν αφρισμένοι, Σε μύλους, σε νεροτροβές και σε πολλά μαντάνια, Κι’ απόδιπλα του ποταμού, κατά σειρά στους όχτους, Χιλιάδες δέντρα πράσινα: ιτιές, πλατάνια, λεύκες, Κι’ απάνω στα κλωνάρια τους να στέκουν, να πετούνε Χίλιων λογιών πετούμενα, χιλιών λογιών πουλλάκια.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ’ άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Τότες ο Αίας του Οϊλιά με το βαρύ κοντάρι πολύ πιο πρώτος πήδησε και κάρφωσε το Σάτνη, γιο ξωθικιάς, π' αψέγαδη τον έκανε νεράιδα με τον ξεστήθια Βήνοπα σαν έβοσκε τα βόδια κοντά στου Σάτνη ποταμού τους ανθοπλήθιους όχτους 445 Αφτόν ζυγώνει και τρυπάει με τ' όπλο στο λαγγόνι, και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και γύρω στο κουφάρι έπιασαν Τρώες κι' Αχαιοί πεισματωμένη μάχη.

Οι άντρες δεν εκβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε, Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.