Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Δεν αποβάσταξε όμως ως τέλος ο χρυσόκαρδος ο Ιεράρχης, μόνο μιλώντας απάνω σε μια από τις μεγαλήτερες εκείνες συφορές, συνεπήρε τον ταραγμένο του νου η θλίψη κ' η απελπισία, αντρίκια όμως κι αυτή. «Ως πότε» έλεγε «ως πότε θα στέκουμαι στα τειχίσματα απάνω;... Πάει πια, πιανούμαστε, δενούμαστε, πουλιούμαστε σκλάβοι... Κι ως τόσο εγώ θα μείνω εκεί που βρέθηκα, στην Εκκλησιά μου, στη χώρα μου.
Πήγε να τρελλαθή ο λαός από τη χαρά του σαν τάκουσε πως ο αγαπημένος τους ο Αθανάσιος διορίστηκε Ιεράρχης. Σκύλιασαν οι Αρειανοί, εναντιωθήκανε μερικοί άλλοι Επίσκοποι, μα η φωνή του λαού έπνιξε κάθε αντίσταση και κάθε ραδιουργία. Πανηγύριζε το λοιπόν η Χριστιανωσύνη την εκλογή του νέου Φωστήρα της.
Τον κατάπεισε όμως τέλος ο Κώστας κ' έμεινε από το δικό του το μέρος, και κατέβηκε πια τότες ο κοσμαγάπητος Ιεράρχης στην ποθητή του Μητρόπολη με μεγάλη πομπή. Ενθουσιασμένοι και δακρυσμένοι τον αποδέχτηκαν οι πιστοί, κι ολόκληρος ο Χριστιανικός κόσμος γιόρταζε το γύρισμά του. Είταν αυτή η γλυκύτερη ώρα της πολυπαθιασμένης ζωής του.
Σκάρωσε δουλειά μεγάλη μαζί τους, να σηκώση, άμα το φέρη η ώρα, τη σημαία της αρχαίας θρησκείας και να γλυτώση τον κόσμο. Το περίεργο είναι που ο Ιεράρχης ο Γρηγόριος, μαθητεύοντας τότες κι αυτός και παρατηρώντας τους τρόπους του, δε δυσκολεύτηκε να διακρίνη τους στοχασμούς του. « Σα να τονέ μυρίστηκα» λέει σ' έναν του λόγο «από ταλλοιώτικά του φερσίματα.
Έκαμε ο Θεοδόσιος νανοίξη ομιλία και να πη πως κι ο Δαβίδ μαθές όχι μονάχα φονιάς, μα και μοιχός έγινε, κι ως τόσο από τέτοιες τιμωρίες δεν πέρασε. — «Μετάνοιωσε όμως» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης «κ' υπόφερε βάσανα και βάσανα από τις αμαρτίες του.
Μα τέλος φανερώθηκε η ορθόδοξη τάση του, και πρώτος που τη φανέρωσε είταν ο Αθανάσιος, σαν ξαναπρόβαλε από τα σκοτάδια πούμνησκε κρυμμένος από τον καιρό του Ιουλιανού, και ξαναθρονιάστηκε στην αγαπημένη του Μητρόπολη. Έμεινε πια τότες απείραχτος ο εβδομηκοντάρης ο Ιεράρχης ως τα 373.
Παράξενο σμίγμα ο Συνέσιος· αρχαϊκός πολίτης και φιλόσοφος από τη μια, Χριστιανός Ιεράρχης από την άλλη. Λες και στεκότανε στο κατώφλι του νέου κόσμου. Ο ήλιος που βασίλευε τον περέχυνε πίσωθε, το νέο φως τον οδηγούσε από μπρος. Πότε βαφτίστηκε δεν το ξέρουμε.
Οι αδικίες του φαρμάκωναν όλη τη χώρα. Τίποτις δεν το είχε να παραδίνη αθώους στα βασανιστήρια με την παραμικρή αφορμή. Άρχισε πρώτα ο Συνέσιος με το καλό και με τις συβουλές. Βλέποντας πως δεν έβγαινε τίποτις, παρά πως χόλωνε κιόλας ο Αντρόνικος που πήγαινε ο Ιεράρχης και παρηγορούσε τα θύματά του, αποφασίζει ο Συνέσιος και τον αφορίζει.
Αναπετιέται τότες ο Ύπαρχος και, — Πώς; φωνάζει, δεν τη φοβάσαι τη δύναμή μου εσύ; — Και τι μπορείς να κάμης; λέει ο Ιεράρχης ατάραχα. — Έν' από τα πολλά, αποκρίνεται ο Ύπαρχος, που είναι στην εξουσία μου· εξορία, βασάνισμα, θανάτωμα. — Άλλο τίποτις έχεις να με φοβερίξης; ρωτάει ο Βασίλειος. Απ' αυτά τίποτις δε φοβούμαι. Να μου δημέψης το έχει μου δεν μπορείς, με τόνα μου ρούχο, κι αυτό παλιό.
Ξανάρχεται λοιπόν πάλι ο ιεράρχης από την εξορία να διαδεχτή τον Καππαδόκη. Όλος ο κόσμος βγήκε να τον προαπαντήση. Μαζευτήκανε μερμήγκια στους όχτους του Νείλου με φοινικόκλαδα στα χέρια. Στρώσανε πλουμισμένα και ξομπλιαστά πανικά να περάση ο Αθανάσιος. Μαύριζε ο ποταμός από τις αμέτρητες βάρκες, έφεγγε το πέλαγο από τις φωταψίες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν