United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί για τον Τζατσίντο όμως ήρθε ο Τσουαναντόνι με κάτι που μαύριζε επάνω στο στήθος του, σαν ψόφιο όρνιο. Από εκείνη τη στιγμή ο Έφις είχε την εντύπωση ότι έπεσε σ’ ένα παραλήρημα πυρετού. Τι εφιάλτης, η δημοσιά ν’ ασπρίζει μέσα στη νύχτα και ο ήχος του ακορντεόν να κατεβαίνει από το λόφο και να κάνει να πάψει το αηδόνι!

Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου.

Σέρνει ο Βρυώνης τέσσερες χιλιάδες Αρβανίταις, Και τετρακόσιοι μοναχά είναι οι Μεσολογγίταις. Ο Μάρκος Βότσαρης μαζύ, της Κιάφας ο αετός, Τριάντα πέντε του Σουλιού συγύριζε ξεφτέρια, Ολομερίς σαλεύονται του Ομέρ-πασά τ' ασκέρια, Και σκώνεται μεσουρανίς πυκνός ο κουρνιαχτός. Άξαφνα βρέθηκε μια αυγή κλειστό το Μεσολόγγι. Μαύριζε γύρα η Αρβανιτιά, 'σάν να το ζώνουν λόγγοι.

Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.

Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.

Ξανάρχεται λοιπόν πάλι ο ιεράρχης από την εξορία να διαδεχτή τον Καππαδόκη. Όλος ο κόσμος βγήκε να τον προαπαντήση. Μαζευτήκανε μερμήγκια στους όχτους του Νείλου με φοινικόκλαδα στα χέρια. Στρώσανε πλουμισμένα και ξομπλιαστά πανικά να περάση ο Αθανάσιος. Μαύριζε ο ποταμός από τις αμέτρητες βάρκες, έφεγγε το πέλαγο από τις φωταψίες.