United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!

Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ' από το κουτί των και στους βωμούς ταπίθωσαν μ' ευχές πολλές στο Βάκχο, όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει. Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο, πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν.

Ψέλνει ο παπάς, ξορκίζει· σκύφτουν οι χωριανοί, τηράνε. Ήταν ζεστός ακόμα ο δύστυχος. Τον πιάνουν άλλος από τα χέρια και άλλος από τα πόδια, γέρνουν πάλι στο χωριό. Γέρνουν στο χωριό, τον παν στο σπίτι του. Σαν τον επήγαν σπίτι του, πάει κι ο παπάς απόκοντα, τρέχει κι όλο το χωριό να ιδή και να μάθη τι ξαφνικό ήταν τούτο. Πιάνουν και τόνε σταίνουν ορθό σε μιαν άκρη το μαβρο-Λίακα.

Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες

Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο.

Γέρος κ' ειρηνικός καθώς είταν ο δύστυχος ο Μητροπολίτης, ελπίδα πολλή για το σωστό το δόγμα δε φαινότανε, παρά κιδύνευε να βυθιστή ο Χριστιανισμός μέσα στα θολωμένα νερά της φιλοσοφίας. Είχε όμως ο Αλέξαντρος κάποιο νέο διάκο ως είκοσι χρονών, Αθανάσιο τον έλεγαν. Είτανε μικρουλός, ταπεινός, και χλωμός, μόνο που σπιθοβολούσαν τα μάτια του.

Αλλοί του, πούν' στην Ξενιτειά και ξενοπαραδέρνει Δεν έχει μάννα κι' αδερφή κι' εμπιστεμένο ταίρι Να μαγειρεύουν του να τρώη, να πλένουν τα σκουτιά του Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτη να κοιμάται Κι αν αρρωστήση ο δύστυχος και πέση στο κρεβάτι Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα. Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.

Γιατί, αν γίνεται συ να ’σαι κείνος που τούτος λέγει, βέβαια δύστυχος είσαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονον! Αλλοίμονον! Αλλοίμονό μου! Διάφανα πλέον όλα! Τελευταία, ω φως, θα σ’ ατενίσω τώρα πιά, που εφανερώθη πως εγεννήθηκ’ απ’ αυτούς που να με κάμουν δεν άξιζε° κοιμήθηκα με τη μητέρα μου και τον πατέρα σκότωσα, που μ’ έχει σπείρει. Στροφή α΄

Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.

Ίσως επειδή όσα τούγραφαν ως προ μερικά χρόνια δεν κατεβαίνανε στην ψυχή του, δεν περνούσανε μέσα στο αίμα του, δεν τον έθρεφαν, κ' έτσι έμεινε σα ραχιτικός. Ίσως είνε κι άλλοι λόγοι, που τους ταιριάζει ξέχωρη μελέτη. Η αλήθεια είνε πως το κακό υπάρχει. Τι να ελπίζη τώρα ο δύστυχος ο συγραφέας και τι να περιμένη από τέτοια κατάσταση! Κι αυτό που κάμνει ηρωισμός είνε.