United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτου ως τόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σανε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια. Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερά Φρόσως.

Αντίς όμως να πηγαίνη ως τέλος από το συνηθισμένο το μονοπάτι ο Δημήτρης, εκεί που γύριζε κάπως το βουνό και στράβωνε ο δρόμος, αρχίζει και σκαρφαλώνει τα καταράχια δεξιά. — Ώρα καλή, φωνάζει ο Μιχάλης. Πού θα πας απ' αυτού; — Έλα μαζί μου και βλέπεις. Από τα χτες το ξετρύπωσα το κατατόπι αυτό. Σκάλωσαν κάμποσο. Άξαφνα βρεθήκανε σε μικρό δισκάρι, τριγυρισμένο βράχους κι αυτό.

Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.

Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.

»Τότ' εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσιτα καταράχια μας τρομαχτικό, Τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίση Κάτου τα Σάλονα ... και τώρα εδώ.» »Ο Ζάχος έπεσε .. κήταν γραμμένο Εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ' ορφανό Το ξυλοκρέββατο για σε να γένω Για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ