United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.

Η Γκριζέντα όμως, ακουμπισμένη στον τοίχο, με το μωρό να της βυζαίνει τα κουμπιά της μπλούζας, κοίταζε κι εκείνη το δίσκο που έλαμπε στο μπαλκόνι και τα μάτια της έμοιαζαν μαγεμένα, όπως εκείνα της προγιαγιάς της όταν τις νύχτες με φεγγάρι κατασκόπευαν τα στοιχειά που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο Έφις ξαναγύρισε μετά τρεις μέρες. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος.

Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.

Τα πανηγύρια έμοιαζαν μεταξύ τους: τα σημαντικότερα γίνονταν τη άνοιξη και το φθινόπωρο γύρω από ξωκλήσια, επάνω στα βουνά, στα οροπέδια, στο χείλος κοιλάδων. Τότε, τα μέρη που ήταν έρημα όλο το χρόνο, τα ακαλλιέργητα χωράφια και τα ρουμάνια, σαν να άνθιζαν πάλι, σαν να συνέβαινε ένα ξέσπασμα ζωής και χαράς.

Την κοίταζε με ζωηρό βλέμμα, λαμπερό, και ήταν τόση η ξαφνική χαρά του που οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έμοιαζαν ακτίνες από φως. «Γερνάω», είπε, χτυπώντας τα χέρια και η χαρά του χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει. Γύρισε στο χωριό επειδή ο ντον Πρέντου είχε στείλει να τον φωνάξουν, διαφορετικά δεν θα το είχε κουνήσει πια από κτηματάκι.

Και άνοιγαν αφτοί τις πόρτες διάπλατες απομέσα, κ' έβγαιναν όξω, δεκαπέντε και είκοσι από κάθε ποντικότρυπα, που και δύο άνθρωποι στενόχωρα θα εζούσαν μέσα στα σκοτεινά και ανήλιαστα τα βάθη της. Κ' έμοιαζαν φαντάσματα σωστά, θαμένα ζωντανά στους σιχαμένους τάφους τους.

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Οι φραγκοσυκιές, ανθισμένες τώρα, έδιναν μια χρυσή νότα στο γκρίζο των περιβολιών και εκεί κάτω, πίσω από τον πύργο της ερειπωμένης εκκλησίας, οι ροδιές του ντον Πρέντου έμοιαζαν λεκιασμένες με αίμα. Η Νοέμι ένοιωθε μέσα της όλο εκείνο το γκρίζο και το κόκκινο.

Ο Έφις είχε μια μακάρια όψη: οι πυκνές ρυτίδες γύρο από τα ζωηρά του μάτια έμοιαζαν με ακτίνες, και ο ίδιος δεν προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του. «Είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, λέω όμως ότι η Θεία Πρόνοια ξέρει τι κάνει!» «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Υπάρχει κάποιος τουλάχιστον που καταλαβαίνει τον λόγο», είπε η ντόνα Έστερ. Η Νοέμι όμως χλόμιασε πάλι.