United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσευχηθείτε στο Χριστό, προσευχηθείτε στην Παναγιά μας του Ριμέντιο…» «Μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά» αποφάνθηκε η γριά. «Καρδιά πρέπει να έχουμε, τίποτ’ άλλο….» «Καρδιά πρέπει να έχουμε», μονολογούσε ο Έφις μπαίνοντας στο σπίτι των κυράδων του. Στην αυλή ησυχία παντού και ήλιος. Άνθιζαν τα γιασεμιά πάνω από το πηγάδι και τα κόκαλα των πεθαμένων ανάμεσα στη χρυσή χλόη του παλιού νεκροταφείου.

Όταν έρθουμε στον έβδομο και στον όγδοο θα βρούμε αφορμή να πούμε κάτι για το εμπόριο και τη βιομηχανία που άνθιζαν και τότες κι αργότερα, μάλιστα κατά την Πελοπόννησο και την καθαυτό Ελλάδα.

Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.

Τα μάτια τους σπιθοβολούσαν και τα πρόσωπά τους άνθιζαν από το χρώμα της υγείας και της νιότης. Το χερόγραφο πετούσε από τον ένα στον άλλον, έπεφτε κάτω από τα ματογυάλια του, σαν πτώμα στη μελέτη του ανατόμου. Και όλοι έκαναν τις υποθέσεις τους, έλεγαν τα επιχειρήματά τους, κυττάζοντας πάντα τον Αριστόδημο, σα να ήθελαν μόνον εκείνον να πείσουν και να δασκαλέψουν.

Απάνω στου Υμηττού την ησκιογάλαζη κάππα είχε ρίξει η βραδυνή θλίψη το μενεξεδένιο πέπλο της . . και του καημού τα γιούλια άνθιζαν και σιγοτραγουδούσανε μες την αμιλησιά της κοιμισμένης πέτρας. Μονάχα ο Παρθενών, προβάλλοντας πίσω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γλυκοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου σαν αποθεωμένος. . . Έκανε ψύχρα τώρα.

Τα πανηγύρια έμοιαζαν μεταξύ τους: τα σημαντικότερα γίνονταν τη άνοιξη και το φθινόπωρο γύρω από ξωκλήσια, επάνω στα βουνά, στα οροπέδια, στο χείλος κοιλάδων. Τότε, τα μέρη που ήταν έρημα όλο το χρόνο, τα ακαλλιέργητα χωράφια και τα ρουμάνια, σαν να άνθιζαν πάλι, σαν να συνέβαινε ένα ξέσπασμα ζωής και χαράς.

Κάτω στο βάθος είχε αφήσει τον τόπο όπου έκανε το έγκλημα, επάνω, προς τα βουνά, ήταν ο τόπος της μετάνοιας. Ο καιρός ήταν καλός∙ οι κοιλάδες είχαν κιόλας χορταριάσει και οι βίγκες άνθιζαν σαν μάτια χαμογελαστών παιδιών. Ένα δίχτυ από ρυάκια γυάλιζε ανάμεσα στο πράσινο στις κατηφοριές και το ποτάμι μουρμούριζε ανάμεσα στα σκλήθρα.

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα· στα βάλτα ο νους πού να το βάλη πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα; Με πήρες απ το χέρι αγάλι και μου είπες: έλα κάτι μένει· μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη και δρόσισες το μέτωπό μου. Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι ή στην πλαγιά τη χιονισμένη; Δε μένει πια στο λογισμό μου παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.