Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ο ΜόρχολτΑλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.

Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».

Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν