United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία.

Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσωτην θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Το πεινών πλήθος. — Το θαύμα των πέντε άρτων. — Ο Ιησούς εις το όροςΟι μαθηταί εν τη τρικυμία. — «Εγώ ειμι». — Τόλμη του Πέτρου και αποτυχία. — Φύσις του θαύματος. Η τροφή των πεντακισχιλίων είνε έν των ολίγων θαυμάτων τα οποία μας διηγούνται και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί.

Διότι μετ' ολίγον εξερράγη αληθώς η τρικυμία ακατάσχετος, με βίαν και αγριότητα μαινομένων θηρίων, λύκων και τίγρεων, τα οποία ωρύοντο ως επί του σταδίου πηγαινοερχόμενα περί την κονίστραν με λύσσαν βοράς. Ο σιρόκος είχεν εμφανισθή τωόντι με όλην του την μανίαν.

Τελευταίον τους κατέπεισε να στείλωσι μέρος στρατεύματος και αυτοί εις καταδρομήν του χωρίου, το οποίον ανωτέρω ανεφέραμεν. Αφ' ού τοιουτοτρόπως διελύθη και αύτη η τρικυμία, το στρατόπεδον μετέβη εις το μοναστήριον του Αγίου Σεραφείμ του νέου εις Δομπόν.

Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά

Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!

Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων. το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο, και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50 ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώτο κύμα, ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω. είπα να μείνωτην ζωή και μέσα εις το καράβι κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοίατο Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55

Εγώ, που βλέπεις, γέννημα και θρέμμα είμ' αρχόντων και κάτι 'ξεύρω, που αυτήν την εντολήν σου δίδω. ΙΠΠΟΤ. Σε ξαναβλέπω. ΚΕΝΤ Όχι! Μη! — Διά να σ' αποδείξω ότ' είμ' εγώ καλλίτερος απ' ό,τι με νομίζεις, άνοιξ' αυτό μου το πουγγί και ό,τι έχει πάρτο. — Την Κορδηλίαν αν ιδής, καθώς ελπίζω, φίλε, το δακτυλίδι δείξε της αυτό εδώ, και τότε το άγνωστόν μου όνομα θα μάθης απ' εκείνην. Τι τρικυμία φοβερά!

Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.