United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αετός αφίνει Τους κρημνούς υψηλούς· Κτυπάουσιν η πτέρυγες Τα νέφη, και τον Όλυμπον Η κλαγγή σχίζει. Έθλιψε την Ελλάδα Νύκτα πολλών αιώνων, Νύκτα μακράς δουλείας, Αισχύνη ανδρών, ή θέλημα Των αθανάτων. Η χώρα τότε εφαίνετο Ναός ηριπομένος, Όπου οι ψαλμοί σιγάουσι Και του κισσού τα ατρέμητα Φύλλα κοιμώνται.

Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει. Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος.

Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη. — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος. — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!

Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα! — Γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως.

Απήστραψεν από την λάμψιν τον δοράτων τον Αμαληκιτών· διεσείσθη από τους βαρείς τροχούς των αρμάτων του Σεσώστριδος· απήχησεν από τας συριζούσας νευράς του Σεναχερίβ· είχε ποδοπατηθή υπό των φαλαγγών του Μακεδόνος· ηκούσθη εκεί η κλαγγή των ρωμαϊκών όπλων· προωρίζετο κατόπιν να αισθανθή το μένος των σταυροφόρωνμίαν μεγάλην εποποιίαν ηρωισμού και δόξηςκαι ν' αντιλαλήση τας αγρίας κραυγάς των από Αγγλίας και Γαλλίας καταβάντων πολεμιστών.

Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ' ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του.

Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία.