Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευε 'ς τα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.
Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα! — Γκλαν — γκλαν!... γκλαν — γκλαν!... γκλαν — γκλαν!... Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως.
Και στας υπό τον μέγαν πολυέλαιον απήγγειλε λογύδριον υπέρ του σβυσίματος των κηρίων, διότι, είπεν, ο ναός έχει ανάγκας. Θέλει σουβάτισμα, θέλει ζουγράφισμα, θέλει τέμπλον, θέλει καμπαναριό. Πώς θα γείνουν όλα αυτά; Και έξυε μετά πόνου την δαρείσαν χείρα του. Οι εκκλησιαζόμενοι εσίγησαν. — Με το απόκερο! απήντησε τότε ο κυρ-Μανωλάκης, περατώσας το λογύδριόν του.
Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο. Τάκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε.
Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.
Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.
Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν χα, χα, χα. «Της αγάπης τις λαχτάρες Σουτ! και μήτε του παππά!» Μα του Γιάννη το μεράκι Τώρα τούγινε φαρμάκι Φεύγει, πάει μια και δυο Στο ψηλό καμπαναριό Κάνει το σκοινί θηλειά Και κρεμιέται στα καλά! Κ' η ξανθή παππαδοπούλα Έγινε καλογρηούλα. Το Χτωήχι στο δεξί της Κομποσχοίνι στο ζερβί της.
Από ένα μαύρο τείχος ένα γαλάζιο παράθυρο ανοιχτό, όμοιο με το μάτι του παρελθόντος, κοιτάζει το μελαγχολικό τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που ανατέλλει, την κυματιστή πεδιάδα με τα γκρίζα στίγματα της άμμου και τα κιτρινωπά βουρλοτόπια, την πρασινωπή φλέβα του ποταμού, τα λευκά χωριουδάκια με το καμπαναριό στη μέση σαν το στύλο μες στο άνθος, τα βουναλάκια πάνω από τα μικρά χωριά και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νούορο.
Όλοι έτρεξαν να δούνε και εκεί στο βάθος, στη γωνία της αυλής η Γκριζέντα διέκρινε τα χρυσαφένια μαλλιά του Τζατσίντο ανάμεσα στις δυο λευκές μαντίλες από τις θείες του. «Μπαρμπα-Έφις κάντε να χορέψει το βαφτιστήρι σας!», είπε η Νατόλια. «Αυτός κι αν είναι ένα βαστάγι!» «Βάλε τον πλάι στην εκκλησία και θα νομίζεις ότι είναι το καμπαναριό.» «Πάψε, Νατόλια, γλωσσού.» «Τα μάτια σου μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα μου, Γκριζέ.» «Φωτιά να σε κάψει!» «Πάψτε γυναίκες και μπείτε στο χορό.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν