United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος.

Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.

Το καμπάνισμα, οι προετοιμασίες, το σούσουρο που γινόταν έξω στους δρόμους και μέσα στο σπίτι του, δεν τον άφιναν ήσυχο. Η αθέμελη άρνησή του άρχισε να κλονίζεται. Βαστάχτηκε ως τ' απόγιωμα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα για ό,τι έκαμε, έτρεξε, ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη τη λιτανεία που έρχεται.