United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.

Εκεί που σήκωσαν όλοι τα ποτήρια να τσιγκρίσουνε, δίνει μια της κούπας του Μίμη τανάστροφα και του την πετάει απ’ το χέρι. . Ως που να πης «Αχ»! αρπάχτηκαν κιόλας!

Εμείς ακολουθώντας βαρούμε οι διο τον Έχτορα και τους Δαρδάνους πίσω, οι διο μας μ' ένα τ' όνομα και μια καρδιά, π' αντάμα 720 στέκοντας πάντα ατρόμητοι τον Άρη καρτεράμεΕίπε, κι' οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου τον σήκωσαν ψηλά ψηλά. Και σκούξανε όλοι οι Τρώες σαν είδαν Αχαιούς μπροστά και σήκωναν το σώμα.

Σιγά σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη. «Είναι φανερό πως λείπει το βαστάγι! Λείπει ο άντρας. Φωνάξτε τουλάχιστον τον Έφις!», φώναξε η Νατόλια και, μιας και η Γκριζέντα την τσιμπούσε στο μπράτσο, πρόσθεσε: «Α, που να σε τσιμπήσει η σφίγγα!

Αχ κείνον να θε τόνε δω να κατεβεί στον Άδη, θάλεγα εδώ μου σήκωσαν απ' την καρδιά 'να βράχο285 Είπε, και σπίτι αφτή γυρνάει τις σκλάβες να φωνάξει.

Και προχωρούν, σα ζώστηκαν στου μεϊντανιού τη μέση, 685 κι' αντίκρυ σήκωσαν μαζί τους σιδερένιους γρόθους και ρήχτηκαν· χαλάζι λες κατέβαιναν οι χτύποι. Βροντούσαν τα σαγώνιά τους, βρύση παντού απ' τα μέλη έτρεχε ο ίδρος.

Εβδομήντα χώρες και χωριά λογαριάζουν πως ξολόθρέψε ο Αττίλας τότες. Μια και μονάχη πόλη ξέφυγε την καταστροφή με ηρωική στ' αλήθεια τόλμη κι αντρειωσύνη, η Ασημούντα της Κάτω Μοισίας. Αρίθμητοι Ούννοι την είχαν πολιορκημένη, μα ύστερ' από ανωφέλευτον αγώνα σήκωσαν τις μηχανές τους και τραβήχτηκαν ντροπιασμένοι.

Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560 «Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565 ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, να καρτερήτον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570 τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, και ας με καθίση αυτούτην στιά• παληά ρούχα φοράω, καθώς το ηξεύρεις, τιεσέ πρώτον ικέτης ήλθα».

Όλοι οι χωριανοί ξύπνησαν νυχτούλια, ποιος να πρωτοπάη στην εκλησιά να ειπή και να κάμη &Χριστοσανέστη&. Επήγε κ' η καψο-Ζαχαρούλα η Νάκο-Μήτραινα, έρημη αφτή κι απομόναχη, με δυο λαμπάδες η άμοιρη, τη μια για τον Αργύρη της πια τον ακριβό της. Σήκωσαν οι χωριανοί Μεγάλη Ανάσταση κι απόλυκε η εκλησιά αχάραγο ακόμα.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!