United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαϊδέ ουρανό, μαϊδέ γις, μαϊδέ κόσμο χαράζουμε. Σαν πεθάνη και κανένας από μας, μαϊδέ παππάς να βγη ως εκεί απάνου. Το καλοκαίρι να πης; Άιντε νιάτα! Βάζεις καινούργιο σκότι... Άιντε να τραβάμε, γερόντισσα, χαλεύεις μη και δεν αποσώσουμε απόψε... Κι οι γερόντοι λαχανιάζοντας ακόμα, σήκωσαν τα βαρειά σακκιά τους στις πλάτες τους, με χαιρέτησαν και ξεκίνησαν.

Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψη ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι' αυτούς, μα για μας ακόμα καλλίτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθή τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνη, παίρνει τη φαμελιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελλάδα.

Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο.

Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.