United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αναπνοή του σερνότανε βαρειά και βαθειά, ροχάλιζε σχεδόν-που δεν τόκανε ποτέ του. . . Κάτω απ’ τα πάπλωμα της Λιόλιας κάτι τάραζε. . τρεμοσάλευε: η Λιόλια έκλαιγε μ’ αναφυλλητά. . Έκλαιγε για τη δυστυχισμένη τη Βεργινία, για το φιλί του Νίκου που της έκαιγε ακόμα στα χείλια κι ως μέσα στην ψυχή της, έκλαιγε για τα χορό που τέλειωσε και για τα βιολιά που έπαιζαν πιο δυνατά και πιο γλυκά μόλις πήγαινε κοντά τους και τώρα σβήσανε για πάντα γιατί άμα σβήση κάτι και πεθάνη, για πάντα πεθαίνει!

Τσακωνότανε συχνά πυκνά με τους φίλους και με τους γνωριμιούς του -το περισσότερο για τη Λιόλια, που κάθε τόσο του πετούσαν κι από 'να λόγο-και ξέσκαγε στη Λιόλια μ' αγριομιλήματα και σπρωξιές. . . Δεν ήτον ευχαριστημένος κι από λεφτά, γιατί του πήγανε πολλά για το λείψανο, στα φάρμακα και στο γιατρό που δεν τον είχε πληρωμένον ως τα τώρα. . κι ο μάστοράς του δεν ευκολυνότανε να του δώση κι άλλη μπροστάντζα. . . Μια βραδιά ανταμωθήκανε με το Μίμη- εκείνον το μαυροκίτρινο με τανασκουμπωμένα χείλια που κυνηγούσε τη Λιόλια κ' είχανε μαλλώσει στο χορό της απόκριας• δεν είχαν ξανασμίξει από κείνην τη νύχτα.

Τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα, που αντιπροσωπεύουν τανέβασμα στα κοινωνικά σκαλοπάτια, μα ίσως και το ξεφύλλισμα της εργατικής οικογένειας, τα κοριτσόπουλα με την κορδέλλα φιόγκο πίσω στα μαλλιά, με σκερτζότζικη ποδίτσα και μπότα κουμπωτή-έτοιμα πάντα ναδράξουν το χαμόγελο που ανθίζει σε νέα χείλια κάτω από ένα μουστακάκι.

ΒΕΡΑΔε μιλείς Τάσσο; Δε με καταλαβαίνεις ακόμα; ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο. Τα λόγια σου, Βέρα, στέκονται στα δικά μου τα χείλια. Εγώ είμαι το γερασμένο, το αρρωστημένο σώμα, εγώ είμαι η πληγωμένη ψυχή, εγώ είμαι η κουρασμένη σκέψη. Εγώ είμαι ο ανάξιος θύτης. Α! τι φως, τι φως έρριξες μέσα μου, Βέρα! Τι ερείπια, τι ερείπια μου φανέρωσες! Τετέλεσται! Αλλοίμονο, Βέρα!

Τώρα θα 'πή κ' η Μίλητος, τώρα θα 'πή η Σάμος: «Για το χατήρι του Άδωνι στρώθηκαν δυο κρεββάτιαΣτώνα πλαγιάζει ο Άδωνις και στάλλο η Αφροδίτη. Μα δεν κεντούν το φίλημα ταχνούδωτά του χείλια.

Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μουΕίδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος.

Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, 485 και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια 490 με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.

Βαρειά μ' εκαταράσθη σαν μου ξέφυγε: — Να ξηραθούν τα χέρια που μ' αγκάλιασαν, Να μαραθούν τα χείλια που μ' εφίλησαν!... Άκουσες την αρρώστεια, μάνα, γειάνε με. — Φλόγα, φωτιά να πέσητην καρδούλα της, Να ζωντανέψ' η αγάπη η σιδερένια της, 'Στούς δρόμους να κινήση καιτα τρίστρατα, Ναρθήτην αγκαλιά σου σαν θεότρελλη!... Το λόγο δεν απόειπε, δεν απόσωσε.

Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.

Πριν νάρθη ο Λαμπρίας, με αφήκε κι' επήγε κι' εκρυφομιλούσε με τη Θαΐδα την αγαπητικιά του φίλου του• όταν δε είδε ότι εγώ εθύμωνα και του έγνεψα να τα θυμάται αυτά πούκανε, έπιασε από την άκρη τ' αυτιού την Θαΐδα, της γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι και την εφίλησε τόσον δυνατά, ώστε παρ' ολίγον να της αποσπάση τα χείλια.