United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μια νύχτα, συγνεφιασμένη και θλιβερή, αστραποπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ' απάνω του και του γκρέμισεν όλα τα φύλλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη. Φωτιά έπιακε μια βραδιά 'ςτα «Τσαρτσίτικα» και τ' αργαστήρι τ' Αζώηρου μ' όλα τα περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ως την αυγή.

Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της. Κεφάλαιο πέμπτο

Να την λοιπόν με την σκέψη της εκεί κάτω. Της φαίνεται πως είναι ακόμη κοριτσάκι, επάνω στο μπαλκόνι του ιερέα, μια βραδιά του Μάη. Ολόγιομο το χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος μοιάζει να είναι από χρυσάφι και μαργαριτάρια.

Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθης και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου. Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν τόξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τραγούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα. — Κι άλλο, κι' άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.

Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς. — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να ταφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα. Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη! Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!.. — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!

Και μια νύχτα, συνεφιασμένη και θλιβερή, αστροπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ' απάνω του και του γκρέμισεν όλα τα φύλλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη. Φωτιά έπιακε μια βραδιά 'ςτά «Τσαρτσίτικα» και τ' αργαστήρι τ' Αζώηρου μ' όλα τα περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ως την αυγή.

Μισεύοντας το λοιπόν απ' εκεί, ύστερον από μερικών ημερών περιπάτημα, έφθασα μια βραδιά εις την ρίζαν ενός βουνού διά να αναπαυθώ εκεί εκείνην την νύκτα.

Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται.

Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκάτην αγκαλιά μου;

Τεχνίτης δεν την έχει φτειασμένη. Την έφτειαξα εγώ ο ταπεινότατος δούλος σου, απατός μου. Πενήντα χρόνια τη δούλευα. Από κείνη την αξέχαστη τη βραδιά είναι που βάλθηκα να σου το τοιμάσω αυτό το δώρο, κ' έρχουμαι τώρα να σου το προσφέρω· δέξου το. Είναι ζυμωμένο με της καρδιάς μου το αίμα. Αυτό το αίμα δεν πρόφταξε να χυθή στο μεγάλο το ποτάμι που πλημμύρισε το Βασίλειό σου.