United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Όνειρο είχε να κλείση στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο. Και όμωςθα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο.

Για να δω όμως την εντύπωσή των, διηγήθηκα για ένα παιδί στο χωριό μας παγαπούσε μια κοπελιά, μεγαλείτερη απ' αυτό πολλά χρόνια. — Πόσα; — Περισότερα από δώδεκα, ίσως και δέκα τέσσερα. — Κιαυτός πόσω χρονώ νε; — Δέκα τεσσάρω. Γενικό αναφωνητό μου απάντησε: — Μαυτή 'νε μάνα του, μωρέ! Ώστε να μεγαλώση αυτός, κείνη θάνε γρα! Θάνε κιάσκημη, για ναπομείνη τόσο χρονώ απάντρευτη.

Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή: — Ελάτε εδώ! Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν. Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι!

Πόσα θέλετε, τόνε ρώτησε ο Αγαθούλης, για να με πάτε κατ' ευθείαν στη Βενετία, εμένα, τους ανθρώπους μου, τις αποσκευές μου κι' αυτά τα δυο πρόβατα; Ο πλοίαρχος ζήτησε δέκα χιλιάδες πιάστρα· ο Αγαθούλης δεν αντέτεινε. — Ω! ω! είπε μέσα του ο πονηρός Βάντερντέντουρ, αυτός ο ξένος δίνει μονομιάς δέκα χιλιάδες πιάστρα! Πρέπει νάναι πολύ πλούσιος.

Μα κοντά στο πλατανόρρεμμα άξαφνα χυμάει η κλεφτουριά του Τσέλιου με τη Λουλούδω αντάμα: — Βαράτε τα σκυλιά!, κάνει από πάνω ο μυλωνάς σαν τους είδε, βαράτε τα σκυλιά!... Δέκα καρυοφύλλια ρυάστηκαν τότες μαζί, κ' οι τούρκοι έπεφταν ο ένας απάνω στον άλλο μπαϊλισμένοι. Κοκκίνησε το νερό του μύλου απ' το αίμα. Μ' απάνω στη ζάλη, ο τοίχος πόμεινε ο Λιάκος, αναταράχτηκε σύρριζα.

Λόγου χάριν εις τα δώδεκα τα δέκα είναι το περισσότερον, τα δε δύο το ολιγώτερον, και τα έξ είναι το μέσον, εάν λάβωμεν συμφώνως με το πράγμα. Διότι αυτό ούτε υπερέχει, ούτε υπερέχεται. Τούτο δε είναι μέσος όρος κατά την αριθμητικήν αναλογίαν. Το σχετικόν όμως με ημάς δεν πρέπει να το λάβωμεν ούτω πως.

Είχον συναχθή εις το μπακάλικοεμπορικόν του Θόδωρου του Μοστροπούλου, αρκάδος αποπλανηθέντος εις τα μέρη εκείνα περί τους δέκα πέντε χρόνους, διά τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανώλης διά να πιάση «μαγιά», και αφού τους εμέθυσεν, ήρχισαν αυθορμήτως τον χορόν και το τραγούδι.

Και κατ' αρχάς μεν προσήγγισεν εις την Σκιώνην, της οποίας εξακολουθούσεν ακόμη η πολιορκία, και λαβών εκείθεν οπλίτας εκ των φρουρών κατέπλευσεν εις τον λιμένα των Κολοφωνίων, μη απέχοντα πολύ από της πόλεως των Τορωναίων· μαθών δε εκεί από κάποιους αυτομόλους ότι ούτε ο Βρασίδας εν τη Τορώνη ούτε οι εν αυτή ήσαν αξιόμαχοι, επροχώρησε μετά του στρατού διά ξηράς προς την πόλιν και έστειλε δέκα πλοία να περιπλέουν τον λιμένα.

Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.