Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
— Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν: — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι; — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια- μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ' αφήσης κανένα.
Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους, ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού. — Ανοίξανε η εληές!
Ήμουν νιός και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, εληές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα νάχη ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!
Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία.
— Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.
Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.
Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνω 'ς της εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . . — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.
— Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το ρεύμα. — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες πάρουν;
Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό• και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό• κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη, έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι. Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό, θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό. Σημ. Μετ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν