United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμείται έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης.

Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ' όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων. Εμειδία προς το φως το οποίον έβλεπε, κ' έτεινε την μικράν χείρα διά να συλλάβη την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κ' επιπίλιζεν, επιπίλιζε.

Όταν ο γιατρός ήρθε στον δυστυχή, τον βρήκε χάμω χωρίς ελπίδα να σωθή· ο σφυγμός εκτυπούσε, τα μέλη του ήσαν όλα παραλυμένα. Είχε μια σφαίρα στο κεφάλι πάνω από το δεξί μάτι, τα μυαλά του ήσαν πεταμένα έξω· ως εκ περισσού του άνοιξε μια φλέβα στο βραχίονα, το αίμα έρρεε ανέπνεε ακόμη.

Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους, ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού. — Ανοίξανε η εληές!

Το βύθος του εξηκολούθει, είχε κλειστούς τους οφθαλμούς, τα χείλη ημιανοικτά, και ανέπνεε βαρέως. Τότε πρώτον είδα την αγωνίαν του θανάτου, τότε πρώτον, ο δε αποθνήσκων ήτο ο πατήρ μου, ο πατήρ τον οποίον ηγάπων ! Η μήτηρ μου κρατούσα την χείρα μου δεν επρόφερε λέξιν, αγωνιζομένη να κυριεύση την λύπην της.

Έλεγε το &Πάτερ ημών&, το &Θεοτόκε Παρθένε&, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας είξευρεν. Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς. Τέλος, εφάνη το σχοινίον. Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας.

Απέθετε τότε το δισάκκιον ν' ανασάνη ολίγον και ανέπνεε την ευώδη της ανοίξεως δρόσον, αγνήν και αθάνατον, ενώ δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ως από τέλματος, εκάλυπτον κάτω την πόλιν.

Αλλ' ο τόπος δεν ήτο κατάλληλος διά τοιαύτας φιλοφρονήσεις• διό κρεμάσας το φανάριον εις τον τράχηλον του όνου και επί των νώτων αυτού αναβάς μετά της Ιωάννας έσπευσε ν' απομακρυνθή των νεκρωσίμων εκείνων σκιών. Η Ιωάννα έχουσα ζώνην τους βραχίονας και στήριγμα τα στήθη του καλού Φρουμεντίου ανέπνεε μετ' απεριγράπτου αγαλλιάσεως τον αέρα των αγρών.

Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ! Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην. — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς; Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.

Βεβαίως, κάποιος ξένος είχε σκοτώσει τον δράκοντα. Ζούσε όμως ακόμη; Η Ιζόλδη, ο Περινίς, και η Βραγγίνα έψαξαν πολλή ώρα: στο τέλος, μέσ' τα χορτάρια του βάλτου η Βραγγίνα είδε να λάμπη το κράνος του αντρειωμένου. Ανέπνεε ακόμη. Ο Περινίς τον πήρε στο άλογό του και τον επήγε μυστικά στην αίθουσα των γυναικών. Εκεί η Ιζόλδη αφηγήθη την περιπέτεια στη μητέρα της, και της εμπιστεύτηκε τον ξένο.