Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Και εκάλεσε τον επιστάτην. Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον κάτωχρον. — Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν . . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος! Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν.

Και θυμό οι δικοί μας!. . . Τα παλληκάρια ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα. Έσφιγγον τα όπλα των σπασμωδικώς, έστριφον τους μύστακας των αρειμανίως και ανυπόμονοι ωλίσθαινον βήμα προς βήμα εις τα προχώματα του εχθρού.

Έλεγε το &Πάτερ ημών&, το &Θεοτόκε Παρθένε&, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας είξευρεν. Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς. Τέλος, εφάνη το σχοινίον. Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας.

Εκρατείτο σπασμωδικώς από τον πρυμναίον ζυγόν, από τον θριγκόν της πρύμνης. — Βγάλε με! βγάλε με! εκραύγασε. — Τι έπαθες, βρε άνθρωπε, σε καλό σου! — Βγάλε με, όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού τη φευγάλα τσ' βάρκας. — Μη φοβάσαι, δεν είνε φουρτούνα. &Μπονάτσα&, κάλμα. — Βγάλε με όξου, σ' λένε. Τι μ' κρένεις αυτού; — Τώρα λιγάκι κ' εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.

Ήδη δ' εισελθούσα όπισθεν του Ζάχου, έλαβε προθύμως το γιαταγάνι, λαμποκοπούν επί του αμαυρού τοίχου και το επέρασεν εις τον ώμον του. Έπειτα ενώ διά της δεξιάς χειρός έδιδεν εις αυτόν το καρυοφύλλι, διά της αριστεράς εναγκαλισθείσα τον έσφιξε σπασμωδικώς εις τον κόλπον της. — Κύτταξε, να μην ξεχνάς τον Ταχίρ Γιάτση! του είπε με τρέμουσαν αλλ' αυστηράν φωνήν.

Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του, εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους.

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας! — Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!

Το κατεφίλει παντού, επί του κοντακίου, επί της κάνης, επί του λύκου, επί των παφηλίων· το έσφιγγε σπασμωδικώς επί της καρδίας της· το εψηλάφει, απαλά απαλά, φοβουμένη μήπως πονέση, και του ωμίλει ενίοτε ως να ήτο έμψυχον. — Δε φιλείς και τον γιο σου, κυρά; είπεν εις αυτήν ο Μακρής. Η Μαλάμω εστάθη εις την φωνήν, ωσεί τότε εξυπνήσασα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν