United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω.

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Πλησιάσας και ο αγαθός γέρων έσφιγξε την χείρα του Ανδρέου, και τω είπεΣήμερον ανεφάνης, φίλτατε Ανδρέα, και φίλος αληθής, και Έλλην γενναίος· ενώ ήσο ασφαλέστατος επί του δένδρου, επροτίμησας να κινδυνεύσης διά να σώσης τον φίλον σου! Ιδού, παιδία μου, επρόσθεσε, τα αποτελέσματα της ενώσεως και του διαχωρισμού.

Ήτο ο ίδιος της Ηπείρου Σατράπης. Έσφιγξε την νεανίδα εις τας αγκάλας του και διέταξε την παύσιν της σφαγής, μετακομίσας αυτήν και την μητέρα της εις Ιωάννινα.

Εκείνος, ωσάν τώρα να συνήλθε, έσφιγξε δυνατά το χέρι του φίλου του, ενώ ησθάνετο ότι η συγκίνησις τον έπνιγε, και ανήλθε τρέχων εις το κατάστρωμα. Μεγάλον κρότον έκαμε, ενθυμούνται πολλοί, ο γάμος του καπετάν Γιάννη με την αδελφήν του Αντωνέλλου ολόκληρον εβδομάδα διεσκέδαζαν και πράγμα παράξενο, ο Αντωνέλλος έκαμνε τον μεγαλείτερον θόρυβον. Τα σχόλια όμως του κόσμου δεν είχαν τελειωμόν.

Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς, και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του, των έργων του και των ασχολιών τουπρος μεγίστην εκείνου έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματατον εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν.

Αλλ' αφού άπαξ τον συνέλαβεν, έσφιγξε τον βρόχθον αυτού λυσσωδώς, διότι αν τον απέλυεν, εφοβείτο μη καταστή θύμα αυτού. Δειλία δε και σκληρότης είνε ανόμοια, ή το πολύ αντίθετα, αλλ' ουχί και αντιφατικά, και δύνανται να συνυπάρχωσι παρά τω αυτώ προσώπω.

Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι' ελαίου πριν κατακλιθή. — Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ.

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.