United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν: — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί. — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν. Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε: — Μητέρα μου! μητέρα μου!

Εις τον μικρόν κήπον ο Βινίκιος διηγείτο εις την νεάνιδα, με λέξεις προερχομένας από την καρδίαν, εκείνο το οποίον προ μιας στιγμής είχεν ομολογήσει εις τους Αποστόλους, την ταραχήν της ψυχής του, τας μεταμορφώσεις, τας οποίας αύτη είχεν υποστή και τέλος την άμετρον εκείνην θλίψιν, ήτις είχεν επισκιάσει την ζωήν του, αφ' ότου είχε καταλίπει την οικίαν της Μαριάμ.

Εφυλάττετο να την κυττάξη, και δεν ωμίλησε πλέον περί αυτής εις την γραίαν. Αύτη πάλιν δεν είχε διηγηθή εις την νεάνιδα τι τη είπεν ο ξένος κατά την πρώτην συνέντευξιν. Περί αλλοίας δ' επιβουλής ουδένα είχε φόβον η Αϊμά, διότι ηγνόει σχεδόν και το δυνατόν τοιαύτης. Προς δε τους χαλκείς ο ξένος ήτο όλως ανύποπτος, διότι δεν εφαίνετο πολύ νέος. Ήτο πλέον ή τεσσαράκοντα ετών.

Ο δε λόγος δι' ον δεν ηθέλησε να είπη ευθύς προς την νεανίδα, όσα εκείνη επεθύμει να μάθη, αλλ' ανέβαλλε τούτο όσον το δυνατόν, προήρχετο εκ της συγκινήσεως υφ' ης κατείχετο ο πλατωνικός, και εκ των οξέων παλμών του υστερογενούς τούτου αισθήματος ίσως. Αύτη μοι φαίνεται η πιθανωτάτη γνώμη. Ο τελευταίος φθόγγος.

Από τον καιρόν, καθ' ον, στενός φίλος του πατρικού της οίκου, την εφίλει και την εχόρευε τριετή εις τα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός, από την εποχήν καθ' ην πενταετή την εφίλευε γλυκίσματα, άνευ υστεροβουλίας και προγνωστικού πνεύματος διά το μέλλον, από τον χρόνον καθ' ον τραυλίζουσα τον εκάλει «μπάρμπα-Μοναχάκη», έως της ημέρας καθ' ην, και σύζυγός του γενομένη, ακόμη εξηκολούθει να τον αποκαλή «μπάρμπα-Μοναχάκη», την είχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα και γυναίκα, και την είχε μελετήσει καλώς, και είξευρεν ότι υπέρ πάσαν άλλην γυναίκα έζη με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της.

Τότε ενόμισε χρέος του να εξακριβώση τούτο, και αποτείνας μετά δισταγμού τον λόγον προς την νεανίδα, προσεπάθησε διά περιφραστικών ερωτήσεων, ας ήτο δύσκολον να εννοήση η άπειρος νέα, να εξακριβώση την αλήθειαν. Η Αϊμά απήντησε και αυτή συγκεχυμένως εις τα βεβιασμένα ερωτήματα του φιλοσόφου.

Αλλ' ο ήρως εξελθών εις τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον οίκον.

Τότε εκοκκίνιζεν η σκοτεινή αυτού όψις και εχαμηλούντο αι πυκναί οφρύς και διεστέλλοντο σπασμωδικώς τα χείλη του, και ετινάσσοντο οι σπινθήρες της βαθείας αυτού πίπας εις τον αέρα, ως εκ του βιαίου τρόπου καθ' ον συνηθίζει οσάκις θυμώνει, να την ανασκαλεύη και να ομιλή ενώ καπνίζει. Ιδού τι περίπου έλεγεν εκείνην την νύκτα: — Ιδέτε την ματαιόφρονα, την κούφον νεάνιδα!

Νομίζω ότι ορθότερον προσαρμόζονται εις το στόμα της Γραίας, διότι άλλως δεν εξηγείται η απάντησις της Γραίας «ούκουν εξ' εκφοράν γε» προς την Νεάνιδα, ενώ ανήκει μάλλον εις ταύτην, όπως εμφαίνεται εκ της λογικής του διαλόγου. Η δε λέξις «σαπρά» της Γραίας προς την Νεανίδα δύναται να θεωρηθή ως εμπαθής άνταπόδοσίς του αυτού χαρακτηρισμού, όστις αποδίδεται εις αυτήν εκ μέρους της Νεανίδος ανωτέρω.

Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ. Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.