United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την συμπλοκήν εκείνην, ο ίππος του, τραυματισθείς εις την κεφαλήν διά σφύρας ανωρθούτο επί των ποδών του, αρνούμενος να υπακούση. Έφθασε τέλος εις την συνοικίαν Αλεξάνδρου. Ο συνωστισμός ήτο ολιγώτερος και ο καπνός αραιότερος. Αλλ' οι σπινθήρες έπιπταν άφθονοι επί της κεφαλής του, έτρεχεν, έτρεχε, μη σκεπτόμενος άλλο τι ειμή πώς να σώση την Λίγειάν του.

Περιήλθον και τους άλλους πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των καιομένων θυμάτων. Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι.

Αλλ’ αμφότερα τα σχέδια ταύτα πολλάς παρίστων δυσχερείας και ακάνθας· καθότι ούτε την αποστολικήν έδραν ήθελε να χάση ούτε την ζωήν αυτής ωρέγετο να κινδυνεύση άλλην δε λύσιν του κόμβου εκείνου ματαίως εζήτει ν' ανεύρη, η κεφαλή αυτής ήτο βαρεία, τα ώτα της εβόμβουν και προ των οφθαλμών επλανώντο οι σπινθήρες και τα σκότη εκείνα, άτινα ως βέβαια σημεία εγκυμοσύνης εθεώρει ο Σταγειρίτης, ότε αίφνης πολύς κρότος πτερύγων αντήχησεν εις τας ακοάς της.

Όπισθεν του δυτικού τοίχου του μονυδρίου, όστις ήτο χθαμαλώτερος, απλούς και άνευ κελλίων, σπινθήρες τίνες ανήρχοντο εις τον ουρανόν φωτίζοντες τον θόλον και το δυτικόν της οροφής του ναΐσκου, ως να ήτο πυρά τις αναμμένη εντός του περιβόλου. Η θεια-Συνοδιά έκαμε τον σταυρόν της κ' εστέναξε·Παναΐτσα μου! — Τι να είνε τάχα; είπεν ο Παγώνας, αναγκασθείς να διακόψη και δευτέραν φοράν το άσμα του.

Τούτο μου είναι οδυνηρότερον και της πτώσεώς μου. Φύγε, σε παρακαλώ, μη οι σπινθήρες του πνεύματός μου αναπηδήσωσιν εκ της τέφρας της δυστυχίας μου. Αν ήσο άνθρωπος θα με συνεπάθεις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας μάθη ο κόσμος ότι ημείς οι μεγάλοι κατηγορούμεθα πάντοτε διά τας πράξεις των άλλων, και ότι πίπτοντες γινόμεθα αυτοπροσώπως υπεύθυνοι διά τα σφάλματα αυτών! Είμεθα τωόντι άξιοι οίκτου!

Μετά την διέλευσιν των όνων, μία ομάς νεαρών δούλων ετέρπετο εις την οδόν, την οποίαν εσκούπιζον και έστρωνον με άνθη και κλάδους πεύκης. Η πρωία επροχώρει και το πλήθος εγένετο πυκνότερον. Διήλθον οι Νουμηδοί ιππείς της πρωταιριανής φρουράς. Το μαύρον πρόσωπόν των εχρυσίζετο από την λάμψιν των κρανών, αι αιχμαί των δοράτων των έλαμπον ως σπινθήρες . . . Και η παρέλασις ήρχισεν.

Η πυρά έτριξεν επανειλημμένως, σπινθήρες τίνες ανερριπίσθησαν κ' ευθύς λαμπραί κυανέρυθροι φλόγες ανήλθον μέχρι της οροφής. Συγχρόνως όλα τ' άψυχα εκείνα πράγματα, τ' απαρτίζοντα τον πλούτον του δωματίου, ως να επέπνευσε ζωή τις επάνω τους, ήρχισαν να κινούνται, προξενούντα διαβολικόν θόρυβον.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.