United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Με το τελευταίον τούτο εύρημα κατώρθωσαν να καταπραΰνωσι μιαν αρτιγέννητον εγγονήν της Δασκαλάκη, ήτις κλαίουσα απαρηγόρητα, τους είχε τρελλάνει με τας κραυγάς της. Η από των κελλίων αντίστασις διήρκεσεν επί ώραν ικανήν. Αλλά τα πολεμοφόδια των τελευταίων υπερασπιστών του Αρκαδίου εξηντλήθησαν, τα πλείστα δε των όπλων κατέστησαν άχρηστα.

Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Οι φύλακες, δέκα τον αριθμόν, καταληφθέντες αιφνιδίως και αλειφθέντες με πίσσαν, περιτυλιχθέντες δε επιμελώς διά πτερών εφυλακίσθησαν εντός υπογείων κελλίων. Έμειναν εκεί κλειστοί περισσότερον του μηνός και καθ' όλον αυτό το διάστημα ο κ.

Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος. Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη, κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών, όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι.

Όπισθεν του δυτικού τοίχου του μονυδρίου, όστις ήτο χθαμαλώτερος, απλούς και άνευ κελλίων, σπινθήρες τίνες ανήρχοντο εις τον ουρανόν φωτίζοντες τον θόλον και το δυτικόν της οροφής του ναΐσκου, ως να ήτο πυρά τις αναμμένη εντός του περιβόλου. Η θεια-Συνοδιά έκαμε τον σταυρόν της κ' εστέναξε·Παναΐτσα μου! — Τι να είνε τάχα; είπεν ο Παγώνας, αναγκασθείς να διακόψη και δευτέραν φοράν το άσμα του.

Παραδοθήτε, μωρέ, να γλυτώσετε, εφώναζον προς αυτούς οι εντόπιοι Τούρκοι. — Ώστε νάχωμ' ένα φυσέκι θα πολεμούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. — Θα βάλωμε φωτιά να σας κάψωμε. — Ό,τι σας περάση να μη ταφήσετε. Εις έν των κελλίων ευρίσκετο ο Κωστής Δασκαλάκης μετά της μητρός και των συγγενών του. Ενώ δε από του παραθύρου εμάχετο, επληγώθη εις το μέτωπον και τ' αίμα περιέλουσε το πρόσωπόν του.

Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.