United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Καρφώνοντας τα μάτια μου στο ταπεινό και συμπαθητικό χωριό μου, νόμιζα ότι οι σκεπές του εκείνες, που κάπνιζαν ήσυχα-ήσυχα, οι καλύβες του, τ' αυλόδεντρά του, οι αυλόγυροί του, οι φράχτες του, οι ριζιμιόπετρές του, που στέκουν σκόρπια, εδώ κι' εκεί, σαν απολιθωμένοι γιγάντοι, οι δρόμοι του, οι κήποι του, τα όλα του, ότι ζωντάνεψαν, ότι έτρεχαν χαμογελώντας και χοροπηδώντας το ένα κατόπι τ' αλλουνού, και προχωρούσαν κατ' απάνω μου, για να μ' αποδεχτούν, και να μου πούνε το γλυκό χαιρετισμό: — «Καλώς ώρισες από τα Ξένα!

Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.

Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Μια μες στο φως λουσμένο, χαρούμενο, λαμπρό, μια απ τη βροχή δαρμένο, στην καταχνιά πνιχτό. Τα δάση το φουντώνουν, το σχίζουν τα νερά, εδώ σκεπές τρυπώνουν, εκεί χωριό γελά. Και σα σε αχνό κρυμμένη αντάρας ή καπνού, ολόμακρα χαμένη η άκρη τ' ουρανού. Στο παραθύρι, ως φέξη ο ήλιος το πρωί, ορμά η ψυχή να τρέξη θερμά να τον χαρή.

Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Μα ο ουρανός ρίχνει την συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ' από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κι' η σκέπες των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράμματά μας. Και μια μεγάλ' υγρασία, που περνάει την σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είνε τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ' εδώ και χιονίζει εκεί.