United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάνω σ' ένα άρμα που το έσερνε ένας αετολέων παρουσιάζεται κάποιος που το μέτωπό του είναι ζωσμένο μ' αγριλιά, πούναι ντυμένος φλογόθωρη φορεσιά και πράσινη χλαίνα και σκεπασμένος είναι με άσπρο βέλο. Η παλιά φλόγα ξυπνάει μέσα μας, το αίμα μας ρέει γοργά στις φλέβες με τρομερούς παλμούς. Την αναγνωρίζουμε. Είναι η Βεατρίκη, η γυναίκα που την ελατρέψαμε.

Και ο ίδιος ήγγισε πάλιν και είπεν ότι, όταν φθάση το ψύχος εις την καρδίαν, τότε θ' αποθάνη. Τώρα πλέον τα πέριξ της κάτω κοιλίας μέρη του σχεδόν εκρύωσαν· και ξεσκεπασθείς, διότι ήτο σκεπασμένος, είπε τους τελευταίους του λόγους· Ω Κρίτων, είπε, χρεωστούμεν ένα πετεινόν εις τον Ασκληπιόν· πληρώσατε λοιπόν το χρέος και μη αμελήσητε .

Το κοντόν δυνατόν ράμφος ήτο ανοιγμένον προς δάγκαμα ο λαιμός ήτο κόκκινος και ήτο σκεπασμένος με μπιμπίκια. — Ο αετιδεύς! εφώναξεν ο μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εξεφώνησε και επήδησε προς τα οπίσω, αλλά δεν ημπορούσε να αποστρέψη τα μάτια της ούτε από τον Ρούντυ ούτε από τον αετόν. — Δεν τρομάζεις! . . είπεν ο μυλωθρός.

Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα. Ο μεθυσμένος Εφέντης δεν ήτο εις θέσιν να εξελέγξη την ορθότητα της περιγραφής, διότι προ πολλού ήδη ερρογχάλιζεν εξαπλωμένος παρά την τράπεζαν.

1872 . Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας. 1872, Απριλίου 15 την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου οι Οβραίοι έβρισαν το Χριστό. Χύθηκαν τότες οι Χριστιανοί κ' έδερναν κ' έσφαζαν κ' έριχναν τα σπίτια των Οβραίων. Και τόση ήτον η οργή των Χριστιανών που κατέβηκαν όλα τ' ασκέρια και δε μπορούσαν να τους κάμουν καλά.

Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει... 790 και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια. 792 Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε 806 τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων, του Πάνθου ο νιος ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά ποδάρια· που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει 810 κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.

ΑΛΟΝΖ. Ω φρίκη! ω φρίκη! φαίνεταί μου· τα κύματα είχαν μιλιά, και μου τώλεγαν· οι αέρηδες μου τώψαλλαν· και η βροντή, το βαθύ κείνο και τρομερόν όργανο, επρόφερνε του Πρόσπερου τόνομα· καταβοούσε ως κ' εκείνη το ανόμημά μου· γι' αυτό ο υιός μου έχει κρεββάτι τον άμμο· κ' εγώ θα πάω σε βάθη οποία ποτέ δεν έπιασε το σκανδήλι, να τον εύρω, και να κοίτωμαι μαζί του εκεί σκεπασμένος.

Ένα παραθυράκι δεξιά και ένα αριστερά, κλεισμένα και τα δύο με τζάμια· από το ένα αστρόφεγγεν ο ουρανός και εγυάλιζε θαμβά πέραν ο πόντος. Από το άλλο εμαύριζεν ο δρυμός, σκεπασμένος πλέον από την νύκτα, νύκτα μαύρην και παχυλήν, νύκτα δρυμώνος αδιαπέραστον. Επάνω εις το ένα παραθυράκι υπήρχαν τα βιβλία της Ακολουθίας.

Φαίδρος Τι λοιπόν έχεις και στριφογυρίζεις; Σωκράτης Τίποτε πλέον, μετά τον όρκον σου τούτον· διότι πώς θα ηδυνάμην να υποφέρω την απομάκρυσίν μου από τοιούτον τραπέζι; Φαίδρος Λέγε δα! Σωκράτης Γνωρίζεις λοιπόν τι θα κάμω; Φαίδρος Περί τίνος; Σωκράτης Σκεπασμένος θα λέγω, διά να δυνηθώ όσον το δυνατόν τάχιστα να διεξέλθω τον λόγον, και να μη κομπιάζω ένεκα της εντροπής όταν θα βλέπω προς σε.

Υπάρχει μια παράδοση, που λέγεται η πομπή του θανάτου. Ο θάνατος είναι σκεπασμένος με λευκό μαντύα, το κρανίο του όμως μένει ξέσκεπο. Πίσω του έρχεται μια μακριά ακολουθία από νέους και γέρους ανάκατα κ' είναι τόσο μακριά ώστε χάνεται στο απέραντο και κανένας δεν μπορεί να δη το τέλος της. Ο θάνατος κρατεί στο χέρι ένα κουδούνι και φαίνεται πως μόλις το σήμανε.