United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.

Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο. Ο ξάδερφός μου ερχόταν παραπίσω. Στες κοδέλες του δασωμένου ανήφορα του Τρίκκα τον έχασα, μέσα 'ςτα κοτρόνια, 'ςτες πουρναρότουφες και 'ςτη θολούρα. Ξεπέζεψα γλήγορα να πάρω απάνω μου την καπότα. Τραβώντας την όμως έγειρε η καβάλα μου, κι ούτε ανάκαρα είχα, ούτε ο συρμυτός μ' άφινε να την ανασηκώσω.

Γιατί στη μέση τον βαράει με τ' όπλο ο Αχιλέαςδίπλα ενώ πέρναε φτερωτόςστου ζουναριού τα μέρη, εκεί που σμίγανε τα διο χρυσόμορφα θηλύκια 415 με πίσω διπλοτσάτιραζο· κι' αντίκρυ τ' όπλου η μύτη πρόβαλε, εκεί στον αφαλό. Και ξεφωνώντας πέφτει στο γόνα ο νιός, ενώ πυκνή τον σκέπαζε θολούρα, κι' έγυρε αρπώντας τ' άντερα σιμά του με τα χέρια.

Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.

Μα να! ο πατέρας πείσμωσε και γνώση πια δεν ξέρει, 360 ο έρμος! πάντα ανάποδος και ποθοχαλαστής μου. :Και τα ξεχνάει πόσες φορές του γλύτωσα το γιο του, τότε ο Βρυστιάς που μ' αγγαριές συχνά τον τυραγνούσε; Εκείνος τότε κλαίγουνταν προς τους θεούς, κι' εμένα ναν τον βοηθήσω μ' έστελνε οχ τα ουράνια ο Δίας. 365 Μα εγώ ας τα γνώριζα όλα αφτά, και τ' ανηλιού όταν τ' Άδη το σκύλο κάτου στάλθηκε να φέρει οχ τη θολούρα, δε γλύτωνε απ' την άπατη της Στύγας καταβόθρα.

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.